Ας ξεκαθαρίσω εξ αρχής ότι η πολυαναμενόμενη ταινία με άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα που ακόμα και τώρα επεξεργάζομαι. Ωστόσο, προτιμώ την καταγραφή σκέψεων σχετικά εν θερμώ, όχι με την έννοια της αστόχαστης ερμηνείας αλλά κυρίως όσο η θερμότητα της ταινίας περιβάλλει ακόμα το λογικό και το θυμικό μου.

Κατ’ αρχάς δεν τοποθετώ την ταινία αυτή στις κορυφαίες του Σκορσέζε. Το “Racing Bull”, το “Mean Streets” και το “Goodfellas”, δημιουργικά, καλλιτεχνικά νιώθω ότι βρίσκονται σε πολύ ανώτερο επίπεδο από το “The Irishman”. Αφήνω απ’ έξω τον ‘’Τελευταίο Πειρασμό’’ που θα έπρεπε να αποτελεί τον κύριο λόγο που μνημονεύουμε τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. Σε μια εποχή που τα τεχνικά μέσα ήταν απείρως πιο περιορισμένα απ’ ό,τι σήμερα, ο Σκορσέζε υπέγραψε με μουτζουρωμένα χέρια συνεργείου την νεκροτομή του αμερικανικού ονείρου. Οι ερμηνείες ριζοσπαστικές για την εποχή, η κάμερα ασθματικά πίσω από τις εξελίξεις, η αποσπασματικότητα ενός κόσμου αποτυπωμένη πάνω σε θρυμματισμένους ρόλους.

Στο ‘’The Irishman’’, αντίθετα, παρακολουθήσαμε περίπου ένα masterclass του Σκορσέζε για το πώς να φτιάχνεις ταινίες, σαν αυτά που διαφημίζονται στο Facebook. Η βρωμιά του σκορσεζικού σύμπαντος αντικαταστάθηκε από έναν αυτόματο πιλότο που ξέρει μόνο να σπάει ταμεία. Αλλά ακόμα και αυτό εγκαταλείφθηκε μιας που ο Σκορσέζε εγκατέλειψε τη μεγάλη οθόνη για χάρη της μικρής (Netflix). Όλο το ζων πάνθεον της αμερικανικής απάντησης στο ευρωπαϊκό film noir βρίσκεται στη διάθεση ενός μεγάλου σκηνοθέτη, σαν χρώματα σε παλέτα. Και ο ζωγράφος φαίνεται αναποφάσιστος ως προς τι θα χρησιμοποιήσει. Ήταν όλοι τους εκεί γιατί περίπου έπρεπε να είναι. Μου έρχεται, επί παραδείγματι, στο νου ο Χάρβεϊ Κεϊτέλ που απορώ πώς δέχθηκε να παίξει έναν ρόλο σκασμένο σα λάστιχο αυτοκινήτου. Με ποδοσφαιρικούς όρους, το cast μου θύμισε τη Ρεάλ Μαδρίτης πριν περίπου 20 χρόνια, την εποχή που μάζευε όλα τα ποδοσφαιρικά τέρατα της υφηλίου χωρίς να καταφέρνει όσα αναλογούσαν σε μια τέτοια ασυναγώνιστη -θεωρητικά- φαρέτρα.

Οι Τζο Πέσι, Άλ Πατσίνο, Μάρτιν Σκορτσέζε, Ρόμπερντ Ντε Νίρο και Χάρβεϊ Κεϊτέλ στην πρεμιέρα της ταινίας στη Νέα Υόρκη  – Φωτογραφία: Andrew H. Walker/Shutterstock (10428408cl)

Στα πλαίσια αυτής της αίσθησης παντοδυναμίας, ο Ντε Νίρο και ο Πατσίνο θεώρησαν νορμάλ να μεταμορφωθούν με την βοήθεια της τεχνολογίας σε transformers του Χόλιγουντ, αυτά που σε συνέντευξή του ο Σκορσέζε καταγγέλλει σαν παράγοντες αλλοίωσης της ανθρωπιάς του σινεμά[1]. Ειδικά ο Ντε Νίρο, του οποίου τα γηρατειά είναι πολύ πιο φυσικά από τον πιο “πειραγμένο” Πατσίνο, εμφανιζόμενος ψηφιακά 20-25 χρόνια νεότερος μετατρέπεται σε ένα avatar που, προσωπικά, μου προκάλεσε μια αίσθηση αποστροφής, σαν να αντικρίζω κάποιον πολύ οικείο μου που στα 70-80 του βγήκε από αποτυχημένη πλαστική εγχείρηση.

Δεν εχθρεύομαι τις τεχνολογικές εξελίξεις και δυνατότητες αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για αυτοκινητοβιομηχανίες αλλά για υποκριτική. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουν οι ηθοποιοί από την εποχή των μεγάλων τραγικών μέχρι σήμερα είναι ότι έχουν ένα και μοναδικό εργαλείο που πρέπει να σέβονται και να χρησιμοποιούν με συνέπεια και σωφροσύνη: το σώμα τους. Γιατί σώνει και καλά ο 75χρονος πρέπει να είναι ίδιος με τον 40χρονο; Η τόλμη του Κόπολα να περιγράψει τη νεανική ζωή του Μάρλον Μπράντο με το πρόσωπο του Ντε Νίρο στον ‘’Νονό’’ όχι μόνο πέτυχε αλλά έδειξε τι σημαίνει μαγική κινηματογραφική σύμβαση. Η σύμβαση στο σινεμά και στο θέατρο δεν είναι ένα αναγκαίο κακό αλλά ένα αναγκαίο στοιχείο. Η σύμβαση είναι που μετατρέπει την δράση επί σκηνής ή επί της οθόνης σε θέαμα και άρα σε τέχνη. Αλλιώς ας καταργήσουμε τους ηθοποιούς, ας ψηφιοποιηθούν τα πρόσωπά τους και ας παρακολουθούμε ταινίες με τον Πατσίνο και τον Ντε Νίρο σε όποια ηλικία επιθυμεί ο κάθε σκηνοθέτης μέχρι μέχρι το 2050. Ο ίδιος ο Ντε Νίρο διατύπωσε αυτή την ανησυχία[2].

Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να προσδιορίσω -γιατί δεν είμαι ούτε κριτικός κινηματογράφου ούτε ψυχαναλυτής- ένιωθα διαρκώς μια πίεση να αναπολήσω, να νοσταλγήσω. Αγαπώ τη μανιέρα του βασιλιά Πατσίνο, τις γκριμάτσες του τεράστιου Ντε Νίρο αλλά όλα αυτά καθόρισαν μια εποχή που έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί. Για να μην αναφερθούμε στους δεκάδες ρόλους “πατάτες” με τους οποίους αμφότεροι εξευτέλισαν το μεγαλείο που δημιούργησαν τη δεκαετία του ‘70. Μεγάλη εξαίρεση ο Πέσι που είχε την ευτυχία να ζήσει τον -κατά τη γνώμη μου- ρόλο της ζωής του με ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ που τον έκανε αγνώριστο. Προτιμώ να ξαναδω για δέκατη φορά τη ‘’Glengarry Glen Ross’’ και τον ‘’Ελαφοκυνηγό’’ παρά να αναγκάζομαι να αναζητώ εξωκειμενικές αναφορές σε μια ταινία που επένδυε ακριβώς σε αυτές.

Ο Τζο Πέσι υποδύεται τον Ράσελ Μπαφαλίνο, αρχιμαφιόζο στη Φιλαδέλφεια των 60s

Τέλος, αδυνατώ να κατανοήσω τη διάρκεια της ταινίας. Θα την αντιλαμβανόμουν ως αναγκαία αν η εξέλιξη των χαρακτήρων και κυρίως του πιο τραγικού, του Ιρλανδού, απαιτούσε κέντημα και λεπτοδουλειά που εκφεύγει από τη 1 ώρα και 40 λεπτά μιας σύγχρονης μέσης ταινίας. Αλλά ο Ιρλανδός δεν έδειξε στιγμή να διστάζει στο διπλό παιχνίδι που δημιούργησε για τον εαυτό του. Δεν φάνηκε κάπου οποιαδήποτε εσωτερική πάλη εκτός από την τελική και προδιαγεγραμμένη φάση. Η κοιλιά αυτή με κούρασε. Θα προτιμούσα μία αφήγηση πιο συμπαγή, πιο αποσπασματική, από αυτές που δίδαξε ο Σκορσέζε στον πλανήτη του σινεμά. Θυμάμαι ξανά τον Χάρβεϊ Κεϊτέλ, αυτή τη φορά με δέος, στο ‘’Mean Streets’’ το 1973, να ξυπνά κάθιδρος στο κρεβάτι του με μια φωνή στο κεφάλι του που του λέει: “δεν ξεπληρώνεις τις αμαρτίες σου στην εκκλησία. Τις ξεπληρώνεις στους δρόμους, στο σπίτι. Τα υπόλοιπα είναι μαλακίες και το ξέρεις”. Το ‘’The Irishman’’ δεν είναι παρά μια αδύναμη αντήχηση τέτοιων σκηνών που ανήκουν στον ίδιο σκηνοθέτη.

Δεν ξέρω αν με αυτή την all star μάζωξη, ο Σκορσέζε είχε σκοπό να φτιάξει το δικό του μουσείο ψηφιακών ομοιωμάτων, ένα μαυσωλείο για να ‘’μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιότεροι’’. Αν δεν είχε αυτή την πρόθεση, τότε απλά έκανε μια ταινία ναι μεν με μεγάλες ερμηνείες αλλά, από την άλλη, με ένα σενάριο και μια σκηνοθετική οπτική της σειράς. Αν όμως είχε αυτή την πρόθεση, τότε ίσως πρέπει επιτέλους κι εμείς, οι οπαδοί όλων αυτών των τεράτων της υποκριτικής -για εμάς γράφω τόση ώρα- να αλλάξουμε επιτέλους σελίδα. Τουλάχιστον συναισθηματικά.

[1] Η επιτυχία είναι ευλογία, αλλά πρέπει να ξέρεις να τη χειριστείς, συνέντευξη στην Έρση Δάνου, Εφημερίδα των Συντακτών 30.11.2019 (έκδοση Σαββατοκύριακου).

[2] Συνέντευξη στην Έρση Δάνου, Εφημερίδα των Συντακτών 23.11.2019 (Έκδοση Σαββατοκύριακου)

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//