“Άμα δεν μαζέψω λεφτά δεν γυρίζω σπίτι σήμερα. 37 χρονών και μ’ έβγαλαν στους δρόμους να ζητιανεύω οι αλήτες για να μεγαλώσω τα παιδιά μου”. Ακουμπισμένος σε μια γωνιά σε βαγόνι του μετρό, ο Στάθης μονολογούσε. Μέσα σε 17 χρόνια από τότε που άφησε το χωριό είχαν αλλάξει πολλά.
Κάθε μέρα, έφευγε από το σπίτι του στην Γ’ Σεπτεμβρίου, έμπαινε στο μετρό της Ομόνοιας και πήγαινε από το Ελληνικό μέχρι το Περιστέρι. Άλλοτε διάλεγε το τραίνο για να βλέπει απέξω τη διαδρομή. Πειραιάς – Κηφισιά. Μέσα σε λίγα λεπτά, λίγες στάσεις, όλη η ζωή της Αθήνας.
Σε μια μπλε τσάντα κουβαλούσε μαζί του χαρτομάντηλα. Τα’ παιρνε από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα χωρίς αντάλλαγμα. Το ‘νιωθε σαν ελεημοσύνη. Και το συναίσθημα μεγάλωνε όταν έβγαινε στο δρόμο για να τα πουλήσει. “Δουλειά κάνω, δεν ζητιανεύω”, έλεγε στον κόσμο κι επέστρεφε τα χρήματα σ’ εκείνους που δεν αγόραζαν.
Από μικρός ξυπνούσε στις 5. Πιτσιρίκος έφτιαχνε καφέ στον πατέρα του που δούλευε μηχανικός σ’ εργοστάσιο. “Μέτριο μικρέ”, του έλεγε ο γέρος κι ο Στάθης δεν το έκανε σαν αγγαρεία. Τον καμάρωνε, βλέποντας το μουστάκι του να γλείφει το φλιτζάνι με τον καφέ. Δεν μιλούσανε πολύ μεταξύ τους. Ηταν μια γαλήνια στιγμή, που η σιωπή είχε να ομολογήσει περισσότερα από μια αγκαλιά, ένα χάδι ή μια κουβέντα.
Ο πατέρας του έφευγε και δεν κοίταζε πίσω. Το κεφάλι κάτω, σαν να κουβαλούσε ένα βάρος στο σβέρκο. Έκλεινε την πόρτα μ’ ένα απαλό τράβηγμα και μετά ερχόταν βράδυ.
Συχνά ο Στάθης έφερνε στον πατέρα του στην όψη. Κοιτούσε κάτω, σαν να κουβαλούσε το ίδιο βάρος. Δίπλα του μια φορά στο μετρό είχε μια γυναίκα που κοιτούσε κι αυτή κάτω. Αλλά αντί για το πάτωμα, τα φρεσκοβαμμένα νύχια της. Η διαφορά στο κοίταγμα ήταν όλη η διαφορά στη ζωή τους.
Τα πρώτα χρόνια που είχε κατέβει απ’ το χωριό έμενε αρχικά σ’ ένα φιλαράκι, τον Αργύρη. Τον είχε γνωρίσει στο ΚΤΕΛ και του χε κάνει θετική εντύπωση. Ο Αργύρης του ‘ταζε δουλειά, αλλά αντί για αγγελίες έφερνε κάθε βράδυ χόρτα και κόκες. Και στην αρχή είχε την πλάκα του. Όμως ο χαβαλές έγινε εξάρτηση. Ο Στάθης, που δεν κατρακύλησε έβλεπε το φιλαράκι του να γίνεται σαν εκείνους που αντίκριζε κάθε μέρα καθώς πήγαινε σπίτι. Στις γωνιές, κατάχαμα να τρεκλίζουν στο δικό τους κόσμο. Του ζητούσε λοιπόν να σταματήσει, γιατί αλλιώς θα φευγε από το σπίτι. Κι όταν η Κική, η γυναίκα του μετέπειτα, πάτησε πόδι για να μείνουν μαζί, είχε πια και λόγο. “Θα το μετανιώσεις”, του πε ο Αργύρης, λίγο πριν κλείσει οριστικά η πόρτα.
Οι μέρες κυλούσαν δύσκολα με την Κική, αλλά κυλούσαν. Ήρθε και το κουτσούβελο. Ο Στάθης είχε βρει δουλειά γραφείου και η ζωή του όπως έλεγε και στη μάνα όταν την έπαιρνε τηλέφωνο είχε βρει το δρόμο της. Πήγαιναν συχνά στο χωριό για να την καλοκαρδίσουν. Ειδικά από τότε που πέθανε ξαφνικά ο πατέρας, κουβαλούσε κάθε μέρα ένα δάκρυ, μια στεναχώρια αβάσταχτη. Ο Στάθης ήταν σχολείο, όταν ο πατέρας σκοτώθηκε. Καταπλακώθηκε από ένα παλιό τοίχο του εργοστασίου. Το εργοστάσιο φτιάχτηκε, όμως η ζωή της οικογένειας καταστράφηκε. Το πρωί εκείνης της μέρας ο Στάθης είχε πάρει ένα μικρό χαρτζιλίκι από τον πατέρα του. Στο προαύλιο του έπεσε ένα ψιλό. Αρκετό για να φάει ένα κουλούρι. Ένας μπούλης μεγαλύτερος σε ηλικία και όγκο, το πάτησε μπροστά του, το μάζεψε και το πήρε. Ο Στάθης θύμωσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, παρά μόνο να πει δειλά: “τι μου πατάς το ψιλό;”. Όταν γύρισε στο σπίτι η μέρα του σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. Ήταν 24 Μαΐου του 1994. Αυτή η μέρα του φέρνει πάντα ένα βαρύ πόνο στο στομάχι.
Τον φίλο του δεν τον ξέχασε ο Στάθης. Του ‘λειπε το σπίτι με την αυλή και τη βουκαμβίλια κρεμασμένη πάνω από την μαύρη πόρτα. Του ‘λειψαν τα γέλια, το δικό του δωμάτιο, οι πρώτες στιγμές που το ‘βαφαν παρέα. Ο Αργύρης όμως ήταν σκιά του εαυτού του. Καράφλιασε και τα ρούχα του μύριζαν πια κάτουρο κι εμετό. Τριγυρνούσε στους σταθμούς των τραίνων. Έξυνε από τα χτυπημένα εισιτήρια την ημερομηνία και τα πουλούσε. “Θ’ αλλάξω έλεγε”. Και δεν άλλαζε. Ώσπου μια μέρα είδε τον Στάθη ξανά. Ντράπηκε που δεν μπορούσε να τον χαιρετίσει, να τον σταματήσει για να μοιραστούν ένα αστείο. Αντ’ αυτού κρύφτηκε πίσω από την κολόνα, τους λαχειοπώληδες κι άρχισε να κλαίει. Να κλαίει για όσα στερήθηκε.
Ο Στάθης όμως δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Είχε βγει για το επόμενο μεροκάματο. Για τα 5 ευρώ που ίσως του εξασφάλιζαν τα χαρτομάντηλα. Η δουλειά που χε στο γραφείο χάθηκες όπως χιλιάδες άλλες με την κρίση. Φτάνοντας στο μετρό, μένει ακουμπισμένος σε μια γωνιά. Σηκώνεται για να βγει και δίπλα του μια γυναίκα κοιτάζει κάτω όπως αυτός, όπως ο πατέρας του. Εκείνος το πάτωμα κι εκείνη τα φρεσκοβαμμένα νύχια. Τη ζηλεύει. Ζηλεύει την άνεσή της και τη ξεγνοιασιά.
Το κουδουνάκι από το μέτρο ακούγεται, οι πόρτες ανοίγουν, ο Στάθης με τη γυναίκα βγαίνουν, περπατάνε σχεδόν αγκαζέ, μέχρι που πέφτει το πενηντάλεπτο από την τσέπη. Κυλάει μπροστά από τη γυναίκα κι εκείνη το πατά. Ο Στάθης θυμώνει, ετοιμάζεται να πει τις χειρότερες κουβέντες να φωνάξει για το κωλοσύστημα, για την αδικία για τον πατέρα του. Τα γόνατά του λυγίζουν, κλαίει γοερά μπροστά της, όμως αυτή ήδη έχει βάλει το ψιλό στην τσέπη του. «Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ» είναι τα λόγια που βγαίνουν με δυσκολία από τα χείλη του για να εισπράξει ένα χάδι. Για λίγο ο Στάθης πίστεψε ξανά στη ζωή.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.