Σαν σήμερα (31 Αυγούστου), πριν από 71 χρόνια, το Κάμενικ, το τελευταίο οχυρό του ΔΣΕ, κατέρρεε. Η υποκρισία τής αγανάκτησης των κυρίαρχων ΜΜΕ για το camping της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στα πεδία των μαχών του 1949 δεν άργησε να αποκαλυφθεί: στις ίδιες περιοχές, στην εκδήλωση μίσους για τις μάχες «κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών» της  Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών, θα παρίσταται ο υφυπουργός  Άμυνας Στεφανής1 εκπροσωπώντας τον πρωθυπουργό χωρίς να γραφτεί ούτε γραμμή περί «υποδαύλισης παθών». Από την άλλη, την προηγούμενη Κυριακή, η «Εστία» προσέφερε στους αναγνώστες το θυμοσοφικό πόνημα «Ευτυχώς ηττηθήκαμε, σύντροφοι».  Ένα είναι το κρατούμενο από τη συζήτηση που έχει αναζωπυρωθεί: το ζήτημα του «τέλους του Εμφυλίου» παραμένει ανοιχτό.

Το «πώς» μιας κοινωνίας

Μέχρι σήμερα αναζητούμε το τέλος του Εμφυλίου με βάση διάφορα πραγματολογικά κριτήρια και περιοδολογήσεις που φτάνουν μέχρι τη Μεταπολίτευση, το 1981, την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΣΥΝ κ.ά. Κοινά ζητούμενα σ’ αυτές τις αναλύσεις είναι το πότε επήλθε η ισότιμη «επάνοδος» των αποκλεισμένων πολιτών, είτε το πότε ο νικητής «αποδέχθηκε» τη θεσμική του συνύπαρξη με τον πρώην στρατιωτικό αντίπαλο. Οι αναζητήσεις αυτές εξαντλούνται στον καθορισμό του ιστορικού τέλους χωρίς να εξετάζουν την επέκταση και την εξέλιξη του κοινωνικού αντίκτυπου σε βάθος δεκαετιών ή και αιώνων. Γιατί αυτό επικαθορίζει ένας εμφύλιος: το «πώς» μιας κοινωνίας, μιας εθνικής κουλτούρας, ενός πολιτικού πολιτισμού και μιας δημόσιας Ιστορίας2 μέχρι την επόμενη πολιτειακή ανατροπή, ειρηνική ή βίαιη.

Αν «ο πόλεμος είναι απλώς η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», ο εμφύλιος είναι η αναδιαμόρφωση των εσωτερικών θεσμικών ισορροπιών με τα βιαιότερα μέσα. Στην Ελλάδα ο Εμφύλιος δεν αποτέλεσε απλώς την πιο οξυμένη μορφή ταξικής διαμάχης. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, παραμένοντας ουσιαστικά ανεπίλυτος (με την έννοια ότι ακόμα και η όποια λήξη του δεν επέφερε την εκρίζωση του κοινωνικού μίσους επί του οποίου βασίστηκε), δημιούργησε ορισμένα ανθεκτικά σχήματα που συντηρούν, αναπαράγουν και μεταβάλλουν την ηχώ των κανονιών σε μια πολιτειακή ζωή η οποία ταλανίζεται σταθερά από μετεμφυλιακά σύνδρομα. 71 χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία δεν έχει απεξαρτηθεί από τα τοξικά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αέρια των ναπάλμ που έκαψαν τον Γράμμο. Αντίθετα, ο εθισμός σ’ αυτά συντηρείται και, κατά περιόδους, εντείνεται με ευθύνη του «ευρέος» νικητή.

«Παρίες» και «βαθύ κράτος»

Τα αταβιστικά αυτά σχήματα αναβιώνουν σε διάφορες εκδοχές. Ξεχωρίζω μόνο δύο που λειτουργούν με σταθερό τρόπο: το σχήμα του «παρία» και το σχήμα του «βαθέως κράτους».

Ο παρίας είναι επίγονος του εξόριστου, του κρατούμενου, του πολιτικού πρόσφυγα, του διαβιούντος στην εχθρική εθνική επικράτεια σε καθεστώς καφκικής ημιελευθερίας. Η εικόνα τού «παρία» αναπαράχθηκε πολλαπλώς στη Μεταπολίτευση: οι πολιτισμικοί παρίες (punks, φρικιά κ.λπ.) μπήκαν στο στόχαστρο του κράτους στα μέσα του ’80. Ο κοινωνικός παρίας Γρηγορόπουλος δολοφονείται και το πρώτο ερώτημα που επικρατεί είναι «τι γυρεύει ένας 15χρονος στα Εξάρχεια;». Στον οικονομικό παρία, στον νέο επιστήμονα που εκδιώχθηκε από τη χώρα του, το κράτος τού αρνείται την επιστροφή μέσω της παντελούς απουσίας σχεδίου για την αντιμετώπιση του brain drain. Η εδραίωση του πολιτικού παρία, της Αριστεράς, ωθεί τον Βορίδη να ζητάει μέτρα εξαφάνισής της, ενώ ο απερχόμενος Σαμαράς αρνείται να παραδώσει το Μαξίμου. Ο παρίας κάθε εκδοχής υφίσταται μέχρι και σήμερα το υφέρπον ή έκδηλο μίσος του καθεστώτος των «ευρέων νικητών» γιατί απηχεί θέσεις, στάσεις, ανοχές και αντοχές που ο Εμφύλιος πάταξε με την αρβύλα και την ξιφολόγχη.

Το βαθύ κράτος είναι μια σταθερή δομή που ενυπάρχει σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό με βαθιές αντιφάσεις, όπως ο ελληνικός. Το βαθύ κράτος είναι αυτό που θα κινητοποιηθεί ως Λεβιάθαν για να σφραγίσει τους ιστορικούς κύκλους με τη συντριβή της όποιας παρέκκλισης. Το 1945 θα προκαλέσει τα Δεκεμβριανά προτού η ανοικοδόμηση του Μάρσαλ ξεκινήσει. Το 1955 – 1974 θα οργανώσει την επέκταση του Εμφυλίου στον κυπριακό ελληνισμό. Το 1960 – 1965 οξυγονοκολλά την πύλη που άνοιξε η «Χαμένη άνοιξη». Το 2010 – 2020 είναι η παράλληλη δομή, η νέα «παρασυνταγματική3» μηχανή που, επιβιώνοντας όλων των κυβερνήσεων, επιστρατεύει ναζιστές, υπόκοσμο, επίορκους δικαστικούς και προειδοποιεί. Όχι κεκαλυμμένα, αλλά απροκάλυπτα.

Εμφύλιες συμπληγάδες

Τα παραπάνω σχήματα δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Διατρέχουν τους υπονόμους της πολιτειακής ζωής κάθε δυτικής κοινωνίας που διήλθε από τις εμφύλιες συμπληγάδες. Οι «μικροί» γαλλικοί εμφύλιοι στο Βισί και στην Αλγερία τροφοδοτούν τον λεπενισμό εδώ και μισό αιώνα. Η Ιρλανδία, εκατό χρόνια μετά την έναρξη του εμφυλίου της, ξαναβλέπει ενόψει Brexit τα απωθημένα σύννεφα της μνήμης να ξαναμαζεύονται. Στην Ισπανία, η εκταφή του Φράνκο από την Κοιλάδα των Πεσόντων ογδόντα χρόνια από τη στρατιωτική λήξη του εμφυλίου κινητοποίησε σύμπασα τη Δεξιά.

Ο νικητής του Εμφυλίου έχει πια διυλιστεί σε πολλά κόμματα. Η νίκη του όμως έχει χαράξει τον δικό της, αυτόνομο δρόμο. Η στολή του Παπάγου έδωσε τη θέση της στα Armani των μεταδημοκρατικών πρωθυπουργών. Και, τελικά, το συγκολλητικό DNA των αλλεπάλληλων πολιτικών γενεών που βάδισαν τον δρόμο αυτής της νίκης παραμένει το μίσος για τον ηττημένο.  Άλλωστε, για να μιλήσουμε με όρους «αδελφοκτονίας» που ο νικητής επέβαλε στον ιστορικό, το σημάδι του Κάιν δεν σβήνεται τόσο εύκολα όσο ένας λεκές από ένα πολιτικό κοστούμι.

1 Εκπρόσωπος της κυβέρνησης σε εμφυλιοπολεμική εκδήλωση κατά των «κομμουνιστοσυμμοριτών», Δημήτρης Τερζής, «Εφημερίδα των Συντακτών» (online), 21.8.2020.

«Η δημόσια Ιστορία λειτουργεί κυρίως διά του αποκλεισμού, αφού δεν περιλαμβάνει το εσωστρεφές ακαδημαϊκό κομμάτι της ιστορικής κουλτούρας -την έρευνα και τη διδασκαλία στα αμφιθέατρα-, αλλά διεκδικεί περίπου όλα τα υπόλοιπα». Χάγκεν Φλάισερ, «Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια Ιστορία», Νεφέλη, Αθήνα, 2009, σ. 22.

Νίκος Αλιβιζάτος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922 – 1974)», Θεμέλιο, Αθήνα, 1995.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στην Αυγή

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Ο Βαγγέλης Γέττος γεννήθηκε το 1986 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ποινικές επιστήμες τη Nice της Γαλλίας. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ασκούμενος δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος, νομικός σύμβουλος ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων και ευάλωτων παιδιών, κειμενογράφος στη διαφήμιση και project manager ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Παράλληλα γράφει ιστορίες για παιδιά και μεγάλους, σενάρια για comics και μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Επίσης παίζει και συνθέτει μουσική. Συμμετέχει στο μουσικό σχήμα ΕΛΕΚΡΗΤ Project παίζοντας κρητικό λαούτο και τραγουδώντας. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία από το 2015.

Related Posts

//