Στο οσκαρικό ‘’Nomadland’’ (2020), η μεσήλικας πρωταγωνίστρια που έχει χάσει τα πάντα – οικογένεια, δουλειά, αξιοπρέπεια – αποφασίζει να ζήσει νομαδικά εντασσόμενη σε μια αόρατη για τους πολλούς πραγματικότητα. Στα πλαίσια αυτής της διαβίωσης που επουδενί δεν συνιστά ζωή, η Fern απασχολείται περιστασιακά, «με το κομμάτι» στα plants της Amazon: εγκαταστάσεις στη μέση του πουθενά, στα λεγόμενα greenfields («παρθένα επενδυτικά εδάφη») όπου όλα, οι εργασιακές σχέσεις, οι σχέσεις με τους άλλους εργαζόμενους μοιάζουν με μια φτηνή online παραγγελία. Ο χώρος έχει υποκαταστήσει την χώρα, οι εργαζόμενοι μοιάζουν με τα πρώτα εργαλεία που βρήκες μπροστά σου στην προσπάθειά σου να επισκευάσεις το αυτοκίνητό σου, νύχτα, στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης ενός έρημου highway.

Το περιρρέον κλίμα σε ψηφιακά επενδυτικά σχήματα όπως η eFood δεν διαφέρει πολύ από αυτό που βιώνει η ηρωίδα των αδερφών Κοέν. H συνθήκη “ad hoc” είναι το μοναδικό δεδομένο. Η ίδια η προσφερόμενη εργασία π.χ. από τους ντελιβεράδες ταυτίζεται με την προσφερόμενη υπηρεσία: ένας αναλώσιμος, αόρατος εργαζόμενος που δεν τον θυμάται κανείς – ούτε ο εργοδότης του, ούτε η νομοθεσία, ούτε η επιθεώρηση εργασίας. Ούτε ακόμα κι εμείς που δεν θα ζητούσαμε ποτέ από έναν μεταφορέα με τον οποίο θα συνευρεθούμε 10’’ στο κατώφλι της πόρτας μας να βγάλει το κράνος, την μάσκα και τον χειμώνα το κασκόλ και τον εσωτερικό σκούφο μόνο και μόνο για να τον γνωρίσουμε. Το ντελίβερι ξεκίνησε μαζικά ήδη από την δεκαετία του 1980. Αλλά η ψηφιοποίηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας και άλλων συναφών υπηρεσιών – πάει να πει η εισβολή των επίσης αόρατων μεσαζόντων – τελικά αποσαθρώνει και το πιο αδύναμο ηθικό πλαίσιο.

Το να μείνει ωστόσο κανείς στην καταγγελία μιας κραυγαλέας απληστίας και αυθαιρεσίας είναι η μία πτυχή του ζητήματος. Η άλλη και η πιο βασική είναι να κατανοήσουμε την βαθιά μεταμόρφωση των εργασιακών σχέσεων που ξεπερνούν τα κλασικά ερμηνευτικά σχήματα του 20ου αιώνα και τα οποία χρησιμοποιούν ακόμα τα συνδικάτα και οι φιλεργατικές πολιτικές δυνάμεις. Η όλο και πιο διευρυνόμενη ‘’gig economy’’, η οικονομία δηλαδή που δεν αναγνωρίζει εργαζόμενους αλλά ψηφιακούς υποψηφίους παροχής υπηρεσιών τείνει να κατακλύσει την παγκόσμια αγορά. Το εντυπωσιακό είναι ότι πολλοί εργαζόμενοι στην εν λόγω χώρα πιστεύουν ότι ένα τέτοιο σχήμα μπορεί μακροπρόθεσμα να τους ωφελήσει.

Η εξύμνηση της ευφυΐας (‘’the sky is the limit’’), οι ψευδαίσθηση ότι έτσι επιτυγχάνεται καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής και γενικά η εμπέδωση ενός ακραίου ατομικισμού που δημιουργεί την εντύπωση ότι ο προσφέρων την ad hoc υπηρεσία είναι το κέντρο της παραγωγικής διαδικασίας, είναι κάποια από τα ιδεολογικά θεμέλια αυτής της διεθνούς εξέλιξης. Ένα άλλο φαινόμενο, συναφές προς την “gig economy” είναι αυτό του ‘’zero hour contract’’ που απαντάται με μεγάλη ένταση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με λίγα λόγια, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να δεσμευτεί έναντι του εργαζομένου (τον οποίο δεσμεύει πολλές φορές με όρους αποκλειστικότητας) ότι θα του αναθέσει a priori κάποια εργασία άρα και ωρομίσθιο. Οι συμβάσεις αυτές θα μπορούσαν να ονομαστούν ‘’στο περίμενε’’.

Είναι σαφές ότι το πάλαι ποτέ βιομηχανικό προλεταριάτο δεν είναι πια ούτε καν το πρεκαριάτο που μάθαμε να ορίζουμε στη δεκαετία του 1990. Η λέξη αυτή που μπήκε στο λεξιλόγιό μας πριν 20 χρόνια, φαντάζει τόσο παρωχημένη μπρος στην πλήρη αποδιάρθρωση ασιατικού τύπου των εργασιακών σχέσεων όπως τις γνωρίζαμε στη Δύση μέχρι σήμερα. Ακόμα και οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, παραμένουν εργαζόμενοι, έστω επισφαλώς. Στα πλαίσια των φαινομένων που περιεγράφησαν παραπάνω, η μόνη σύγκριση που μπορεί να κάνει κανείς είναι με τους μετανάστες Αλβανούς στις αρχές του ’90 που μαζεύονταν στην εκκλησία του χωριού με την ελπίδα να περάσει ένα αγροτικό και να τους πάρει για μάζεμα ελιάς, μερεμέτια σε οικοδομές ή κόψιμο ξύλων. Ο ντελιβεράς της eFood ή της Wolt δεν νοικιάζει απλά την εργασία του αλλά κυριολεκτικά την ζωή του. Το να απασφαλίζεις τις εργασιακές σχέσεις στο επωχούμενο delivery είναι σαν να ζητάς από έναν οικοδόμο να πηδά από τον πρώτο όροφο της οικοδομής αντί να κατέβει από τη σκάλα.

Από την άλλη, η υπόθεση πλήρους απαξίωσης των εργαζομένων της ιδιαίτερα κερδοφόρας eFood αναδεικνύει και τα ηθικά και πολιτικά όρια του περιλάλητου entrepreneurship καθώς και της à la carte  ψηφιακής επιχειρηματικότητας. Υποτιθέμενα καινοτόμες ιδέες (πόσο, αλήθεια, καινοτόμο είναι να κάνεις τον μεσάζοντα σε σουβλατζίδικα;) μετατρέπονται εν ριπή οφθαλμού σε απαστράπτουσες online επιχειρήσεις. Το αν δυσκολεύεσαι να βρεις την έδρα τους δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους αρμόδιους ελεγκτικούς θεσμούς (π.χ. μέχρι πριν λίγο καιρό, αν κάποιος τηλεφωνούσε για παράπονο στη Wolt, συνδεόταν με τα γραφεία της εταιρείας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες!). Και το βασικότερο: σκοπός της δημιουργίας μιας τέτοιας ψηφιακής επιχείρησης συνήθως δεν είναι άλλος από το να γίνει τόσο κερδοφόρα ώστε να πουληθεί στον πρώτο τυχόντα που θα δώσει ένα αστρονομικό ποσό για να την εντάξει στο portfolio του (βλ. την σειρά ‘’Loaded’’ με τα σχετικά κωμικοτραγικά ενσταντανέ). Το τί θα συμβεί μετά με την επιχείρηση επίσης είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί με τις πρώτες ανακοινώσεις απολύσεων. Ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους, η πραγματική οικονομία διαβρώνεται με τρόπο ασύμμετρο. Ίσως στο μέλλον, κάποια μεγάλη κρίση να ξεκινήσει από την κατάρρευση κάποιου mobile app που λέει τα ζώδια με δορυφορική τεκμηρίωση.

Ο αριβισμός αυτού του επιχειρηματικού μοντέλου άλλωστε εκφράζεται και με τελείως αποικιοκρατικές λογικές όπως αυτές αποτυπώνονται π.χ. στον ενδοεπιχειρησιακό καταμερισμό εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και πάλι από την Κύπρο – μια χώρα όπου η μετακίνηση με μηχανή θεωρείται πολύ επικίνδυνη: οι ντελιβεράδες της Wolt είναι σχεδόν αποκλειστικά μεταναστευτικής, ασιατικής καταγωγής, δηλαδή προέρχονται από μια πληθυσμιακή κατηγορία που η ζωή της μετράει κατά τι λιγότερο από του Κύπριου. Τα ατυχήματα με τραυματισμένους μεταφορείς της συγκεκριμένης εταιρείας είναι καθημερινό φαινόμενο στους δρόμου της Λευκωσίας. Με απλά λόγια, οι ‘’άριστοι’’ στα γραφεία τους και οι ξένοι στο μεροκάματο του τρόμου.

Κλείνοντας, ας κρατήσουμε το ψηφιακό κίνημα που δημιουργήθηκε μέσα σε λίγες ώρες και έστειλε την eFood από τα σχεδόν 5 αστέρια στο 1 στις πλατφόρμες downloading εφαρμογών. Ό,τι δεν θα πετύχαινε μία διαδήλωση μερικών εκατοντάδων ανθρώπων που μέχρι να οργανωθεί, η επιχείρηση θα είχε ολοκληρώσει τα σχέδιά της, το πέτυχε μια κινητοποίηση της νεολαίας μέσα σε πολύ λιγότερο χρόνο. Είναι ένα δεδομένο που πρέπει να αξιολογηθεί από τις δυνάμεις που φιλοδοξούν να παρέμβουν στην εικονική πραγματικότητα της ψηφιακής οικονομίας προς όφελος τόσο των εργαζομένων όσο και των καταναλωτών.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτα στο tvxs.gr

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Ο Βαγγέλης Γέττος γεννήθηκε το 1986 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ποινικές επιστήμες τη Nice της Γαλλίας. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ασκούμενος δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος, νομικός σύμβουλος ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων και ευάλωτων παιδιών, κειμενογράφος στη διαφήμιση και project manager ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Παράλληλα γράφει ιστορίες για παιδιά και μεγάλους, σενάρια για comics και μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Επίσης παίζει και συνθέτει μουσική. Συμμετέχει στο μουσικό σχήμα ΕΛΕΚΡΗΤ Project παίζοντας κρητικό λαούτο και τραγουδώντας. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία από το 2015.

Related Posts

//