Αποσπάσματα από το βιβλίο του Τσαρλς Μπουκόφσκι, Τοστ Ζαμπόν, εκδόσεις Γράμματα, 1982, μετάφραση Γιώργου Μπλάνα.

«Άκουσε» του είπα, «στο σχολείο είναι ζόρικα τα πράματα. Μου δίνεις πενήντα σεντς τη βδομάδα χαρτζιλίκι. Μπορείς να το κάνεις ένα δολάριο;»

«Ένα δολάριο;»

«Ναι».

Έβαλε στο στόμα του μια πιρουνιά παντζάρια τουρσί κι άρχισε να μασάει. Ύστερα με κοίταξε κάτω από τα πυκνά του φρύδια.

«Αν σου δώσω ένα δολάριο τη βδομάδα, μας κάνει πενήντα δύο δολάρια το χρόνο, πάει να πει πως πρέπει να δουλεύω πάνω από μια βδομάδα για να ‘χεις εσύ το χαρτζιλίκι σου».

Δεν απάντησα. Για τ’ όνομα του Θεού, σκέφτηκα, αν μετράς τα πράγματα έτσι, δεκαρούλα δεκαρούλα, τότε δεν πρέπει ν’ αγοράζεις τίποτε, ούτε ψωμί και καρπούζι, ούτε εφημερίδα ή αλεύρι, γάλα ή κρέμα ξυρίσματος. Δε συνέχισα. Άμα μισείς κάποιον, δεν πρέπει να τον παρακαλάς…

***

Έβλεπα το μέλλον πεντακάθαρα μπροστά μου. Ήμουν φτωχός, και θα ‘μενα φτωχός. Δεν ήταν πως ζητούσα χρήματα. Δεν ήξερα τι ζητούσα. Ναι, ήξερα. Ήθελα ένα μέρος να κρυφτώ, ένα μέρος που δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Η σκέψη τού να είμαι κάτι, δε με τρόμαζε απλώς, με αρρώσταινε. Η σκέψη τού να είμαι δικηγόρος, σύμβουλος, μηχανικός ή κάτι τέτοιο, μου φαινόταν ανυπόφορη. Να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά, να παγιδευτείς μέσα στην οικογένεια. Να πηγαίνεις κάθε μέρα στη δουλειά και να γυρίζεις πάλι. Ανυπόφορη ζωή. Να κάνεις διάφορα, απλά πράγματα, να συμμετέχεις στα οικογενειακά πικ-νικ, στις γιορτές των Χριστουγέννων, της Τετάρτης Ιουλίου, της Πρωτομαγιάς, της Ημέρας της Μητέρας… μονάχα γι’ αυτό γεννιέται ο άνθρωπος; για να τα υπομείνει όλ’ αυτά και να πεθάνει; Καλύτερα να γινόμουν λαντζέρης, να γυρίζω μονάχος στην καμαρούλα μου και να πίνω ώσπου να με πάρει ο ύπνος.

Ο πατέρας μου είχε μεγαλεπήβολα σχέδια. Μου έλεγε κάθε τόσο: «Γιε μου, ο καθένας φροντίζει να αγοράσει ένα σπίτι στη ζωή του. Στο τέλος πεθαίνει και το αφήνει στο γιο του. Ύστερα ο γιος του αποκτάει το δικό του σπίτι, πεθαίνει και τ’ αφήνει και τα δυο στο δικό του γιο. Δυο σπίτια λοιπόν. Ο άλλος κάνει κι αυτός ένα σπιτάκι, μας κάνουν τρία…»

Το οικογενειακό σχήμα. Η συντριβή της κακοδαιμονίας μέσω της οικογένειας. Και το πίστευε. Πάρε την οικογένεια, ανακάτεψέ την με λίγο Θεό και Πατρίδα, πρόσθεσε δέκα ώρες δουλειά τη μέρα, και θα ‘χεις ό,τι χρειάζεται.

Κοίταζα τον πατέρα μου, τα χέρια, το πρόσωπο, τα φρύδια του, και ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος δεν είχε τίποτε κοινό μ’ εμένα. Ήταν ένας ξένος. Η μητέρα μου ήταν ανύπαρκτη, εγώ τσακισμένος. Κοιτάζοντας τον πατέρα μου, δεν έβλεπα παρά κουτοπονηριά. Και το χειρότερο, φοβόταν την αποτυχία περισσότερο απ’ τους άλλους. Αιώνες αίμα και αγώνες χωρικών. Το αίμα των Τσινάσκι αραίωνε σιγά σιγά σε μια σειρά από υπηρέτες χωρικούς που είχαν υποτάξει την πραγματική ζωή τους σε κέρδη ασήμαντα και φανταστικά. Κανένας σ’ αυτή τη γραμμή δεν είπε: «Δε θέλω ένα σπίτι, θέλω χίλια σπίτια, τώρα

Με είχε στείλει σ’ εκείνο το πλούσιο σχολείο, με την ελπίδα πως θα ‘βγαινα απ’ τη μετριότητα βλέποντας τα πλουσιόπαιδα να περνούν μες στ’ ανοιχτόχρωμα αμάξια τους και να μαζεύουν τα κορίτσια με τα όμορφα φορέματα. Αντί γι’ αυτό, εγώ έμαθα πως οι φτωχοί μένουν συνήθως φτωχοί. Έμαθα πως οι πλούσιοι μυρίζουν τη βρώμα των φτωχών και μαθαίνουν να τη βρίσκουν κάπως διασκεδαστική. Πρέπει να γελούν, αλλιώς θα τους ήταν ανυπόφορο. Το έμαθαν στη διάρκεια τόσων αιώνων. Δε θα συγχωρήσω ποτέ εκείνα τα κορίτσια που έμπαιναν στα πολύχρωμα αμάξια με τα γελαστά πλουσιόπαιδα. Δεν έκαναν κανένα έγκλημα βέβαια, ωστόσο πάντα σκέφτεσαι πως ίσως… Όχι, δεν υπάρχουν ίσως. Ο πλούτος σημαίνει θρίαμβο, και ο θρίαμβος ήταν η μόνη πραγματικότητα.

Ποια γυναίκα θα διάλεγε να ζήσει μ’ ένα λαντζέρη;

***

Ήρθε και η μέρα των απολυτηρίων. Στριμωχτήκαμε μέσα στην αίθουσα, με τα καπέλα και τις τηβέννους μας «δι’ εορτάς και τελετάς». Υποθέτω πως μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια κάτι πρέπει να είχαμε μάθει. Η ικανότητά μας να συλλαβίζουμε είχε αναπτυχθεί, κατά πάσα πιθανότητα, και είχαμε θεριέψει στο σώμα. Εγώ ήμουν ακόμη παρθένος. «Ε, Χένρυ, έσπασες την παρθενιά σου;» «Με τίποτα» έλεγα.

Ο Τζίμυ Χάτσερ κάθισε πλάι μου. Ο διευθυντής έβγαζε λόγο κι έλεγε τα ίδια σκατά που λένε πάντα σ’ αυτές τις τελετές.

«Η Αμερική είναι η μεγάλη γη της Ευκαιρίας, κι όποιος το θέλει πραγματικά, άντρας ή γυναίκα, μπορεί να πετύχει…»

«Λαντζέρης» είπα.

«Μπόγιας» είπε ο Τζίμυ.

«Μπουκαδόρος».

«Σκουπιδιάρης».

«Φύλακας σε τρελάδικο».

«Η Αμερική είναι γενναία. Η Αμερική έχει χτιστεί από γενναίους… Η κοινωνία μας είναι δίκαιη».

«Για τους λίγους» είπε ο Τζίμυ.

«… μια έντιμη κοινωνία, κι όλοι όσοι ψάχνουν το όνειρό τους στα πέρατα του κόσμου, θα βρουν…»

«Μια μαλλιαρή, σερνάμενη κουράδα» μουρμούρισα αποφασιστικά.

«… και θα μπορούσα να πω, δίχως κανένα δισταγμό, πως αυτή ειδικά η τάξη του καλοκαιριού του 1939, πριν ακόμα περάσει μια δεκαετία από την αρχή της τρομερής εθνικής μας κρίσης, αυτή η τάξη του καλοκαιριού του ‘39 είναι προικισμένη, είναι οπλισμένη με θάρρος, ταλέντο και αγάπη περισσότερο απ’ όλες όσες ευτύχησα να δω!»

Γονείς και συγγενείς χειροκρότησαν μ’ ενθουσιασμό` τους μιμήθηκαν και μερικοί μαθητές.

«Απόφοιτοι του 1939, είμαι περήφανος για το μέλλον σας, είμαι βέβαιος για το μέλλον σας. Σας στέλνω έξω στον κόσμο, στη μεγάλη περιπέτεια

Οι περισσότεροι προορίζονταν για το πανεπιστήμιο, όπου θα ζούσαν αργόσχολοι για άλλα τέσσερα χρόνια το λιγότερο.

«Οι προσευχές και οι ευχές μου μαζί σας

Πρώτα πήραν τ’ απολυτήριά τους οι αριστούχοι. Ανακοίνωσαν τα ονόματα. Φώναξαν και τον Άμπυ Μόρτενσον. Το πήρε. Χειροκρότησα.

«Πού θα καταλήξει;» ρώτησε ο Τζίμυ.

«Λογιστής σε καμιά αντιπροσωπεία ανταλλακτικών. Κάπου κοντά στην Γκαρντένα, στην Καλιφόρνια».

«Μια ισόβια δουλειά…»

«Μια ισόβια σύζυγος» πρόσθεσα.

«Ο Άμπυ δε θα πλήξει ποτέ…»

«Ούτε θα ευτυχήσει».

«Ένα υπάκουο ανθρωπάκι…»

«Μια πατσαβούρα…»

«Ένα ψοφίμι…»

Αφού περιποιήθηκαν τους αριστούχους, άρχισαν μ’ εμάς. Ένιωσα άβολα καθισμένος εκεί. Ήθελα να κάνω μια βόλτα.

«Χένρυ Τσινάσκι!» με φώναξαν.
Ανέβηκα στη σκηνή, πήρα το απολυτήριο κι έσφιξα το χέρι του διευθυντή. Ήταν γλιτσερό σαν το εσωτερικό μιας γυάλας με ψάρια. (Δυο χρόνια αργότερα, αποκαλύφτηκε πως έκλεβε το ταμείο του σχολείου. Τον ανέκριναν, τον δίκασαν και τον έβαλαν φυλακή.)

 

*Λίγος Μπουκόφσκι ακόμα

Τοστ Ζαμπόν, του Τσαρλς Μπουκόφσκι (vol.2)

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//