Μήνες σε αναμονή. Ξέρεις πώς είναι; Να σε βάζεις σε αναμονή, να σε περιμένεις, να κοιτάζεις από το μισάνοιχτο παραθύρι, να κάνεις ησυχία μήπως και σε ακούσεις, να σταματάς την καρδιά σου, να την πηγαίνεις αργά, να την παγώνεις; Ξέρεις πώς είναι; Να ξεπορτίζει ο ήλιος, Απρίλη μήνα, Μάη μήνα, Ιούνη μήνα, κι εσύ να φοράς παλτό, να κρύβεσαι από το φως, να μετράς απώλειες, να κηδεύεις εσένα, να θρηνείς εσένα, πού πήγες, πώς ήσουν, πώς έγινες, τι άλλαξε, τι έφυγε, τι δεν ήρθε; Γιατί κρυφά μέσα μας περιμένουμε να στείλει αντικαταστάτη το φευγιό.

Ιούλιος. Καρπούζι. Θυμήθηκα τον παππού μου. Ένα μποστανάκι με άνυδρα καλούδια, μια τσάπα στον ώμο και το δεξί χέρι να κρατά το δικό μου. Κι ένας δρόμος ατέλειωτος μέσα από ελιές και χώματα και πέτρες. Να τρέχουν τα σάλια μου και να ανυπομονώ να φτάσουμε επιτέλους γιατί τότε νόμιζα πως η ζωή θα έχει πάντα γεύση καρπούζι και τελικά στο μόνο που έμοιαζε ήταν σε εκείνο το κρακ που έκανε όταν έμπηγε το μαχαίρι. Κρακ και η καρδιά αργότερα! Κρακ και η ζωή ολόκληρη! Και ποτέ κανείς δεν την άκουσε! Έβλεπες μόνο τη ρωγμή αργότερα κι αναρωτιόσουν ποιος παρατρόχισε τα φτερά σου κι έκαναν κρακ.

Τώρα ξυπνώ και κουτουλάω σε τοίχους. Μου έλεγαν θα κάνεις λάθη κι εγώ άκουγα πάθη. Και κουτουλάω σε τοίχους. Όταν πονάω, κρύβομαι σαν τις γάτες. Δε με βρίσκεις εύκολα. Ήθελα λευκό κι εκείνο έγινε γκρι, ήθελα ήχους κι εκείνο έγινε κρακ, ήθελα φως κι έγινε ό,τι βλέπει ένας τυφλός. Όλο ήθελα κι έμεινα εκεί.

Κανείς δε μας προετοιμάζει για την απάτη. Κανείς και για την αγάπη. Ανοίγουμε τα μάτια ένα πρωί και είναι Ιούλιος. Ο σκύλος θέλει βόλτα, η βρύση στάζει, μια μύγα πετά, στις φλέβες σου κυλά νερό, αλκοόλ, οινόπνευμα, τα μάτια σου είναι άνυδρα, σαν το μποστανάκι του παππού, δε γελάς, δεν κλαις, δεν ελπίζεις, πορεύεσαι αυτό το καλοκαίρι χωρίς προσδοκίες, ανίκανος να θυμηθείς πώς ήσουν, ανερμάτιστος, ανίδεος, αναποφάσιστος να βγεις έξω. Πρόσφυγας της ζωής που βρέθηκες στο σαπιοκάραβο και όλοι οι συνταξιδιώτες έσωσαν το τομάρι τους. Και λόγια, λόγια, λόγια, υποσχέσεις, «θα», τόσα πολλά «θα» που μέτρησες κι έπιασες το άπειρο.

Τώρα ξυπνώ και κουτουλάω σε τοίχους. Έχω ακόμα την ψευδαίσθηση ότι θα ανοίξω πέρασμα, λαγούμι, τούνελ στο μέσα μου για να περάσω πάλι, να με δω, να με γνωρίσω, να με συγχωρήσω που πίστεψα εκείνα τα «θα» και χάθηκα, με έχασα, έχασα. Πάσο, κύριοι!

*Ο τίτλος δανεικός από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Γειτονιές του κόσμου».

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Ιστορία – Αρχαιολογία και Συντήρηση Έργων Τέχνης αλλά εργάζεται στην εκπαίδευση. Πιστεύει στην αυτοδιάθεση των ανθρώπων και στην ελευθερία. Ονειρεύεται ακόμα σαν παιδί κι ελπίζει πως κάποτε θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Γράφει όταν οι σκέψεις στριμώχνονται και διεκδικούν χώρο στο κεφάλι της. Έχει πια την πεποίθηση ότι όλοι είμαστε περαστικοί κι έχουμε την ανάγκη να βρούμε άξιους συνταξιδιώτες που θα λέμε μόνο αλήθειες. Αγαπημένες της λέξεις η ουτοπία και η χαρμολύπη. Ίσως γιατί έχει καταλάβει πως αυτό είναι η ζωή.

Related Posts

//