Περιτυλιγμένο με το πανέξυπνο, διαβόητο εξώφυλλο του Andy Warhol, το Sticky Fingers των Rolling Stones περιείχε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της θρυλικής λονδρέζικης μπάντας, από το σύντομο χρονικό διάστημα που ο Mick Taylor ήταν μέλος τους. Μεταξύ αυτών, και δύο συνθέσεις που κυκλοφόρησαν αρχικά σε ηχογραφήσεις άλλων: το “Sister Morphine” και το “Wild Horses”.

 

Ο Mick Jagger έχει διαψεύσει πως το “Wild Horses” αναφέρεται στην Marianne Faithfull, παρόλο που έχει παραδεχτεί πως ήταν από ένα από τα κομμάτια στα οποία είχε επενδύσει πολύ συναισθηματικά ως συνθέτης και στιχουργός. Από την άλλη, όμως, το “Sister Morphine” σχετίζεται άμεσα με τη Faithfull, μιας και εκείνη το έγραψε σε συνεργασία με τους Jagger-Richards και το κυκλοφόρησε πρώτη. Όσο για το “Wild Horses”, ακούστηκε αρχικά από τον Gram Parsons και την τότε μπάντα του, τους The Flying Burrito Brothers.

 

Κατά τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ως τις αρχές των 70s, ο Parsons υπήρξε στενός φίλος του Jagger και ακόμα περισσότερο του Keith Richards, και τους επισκεπτόταν συχνά σε ηχογραφήσεις, πρόβες και συναυλίες. Σε αυτό το πλαίσιο πρωτάκουσε και πρωτόπαιξε το “Wild Horses”, μαζί με τους δύο “Glimmer Twins”, οι οποίοι του έδωσαν και την ευκαιρία να το ηχογραφήσει πρώτος.

 

Η εκτέλεση των Flying Burrito Brothers συμπεριλήφθηκε στο δεύτερο άλμπουμ τους, Burrito Deluxe, και στέκεται ισότιμα με εκείνη των Stones, η οποία ακολούθησε, λίγους μήνες μετά. Το country στυλ της σύνθεσης ταίριαζε “γάντι” στον Parsons και την υπόλοιπη μπάντα, οι οποίοι είχαν γαλουχηθεί με τους ήχους του συγκεκριμένου είδους και είχαν συμβάλει στο να γίνει και πάλι μοδάτο.

 

Ειδικά ο Parsons χαιρετίζεται πλέον ως ένας από τους ανανεωτές της country -συνδυάζοντάς τη μαεστρικά με τη folk, τη soul και το rock. Γόνος εύπορης οικογένειας των νότιων ΗΠΑ, ο Ingram Cecil Connor III (όπως ήταν το πραγματικό όνομά του) έγινε αρχικά γνωστός ως μέλος των International Submarine Band και έπειτα των Byrds. Αλλά ήταν το project των Flying Burrito Brothers και οι σόλο ηχογραφήσεις του που ανέδειξαν καλύτερα το μουσικό όραμα και το ύφος του νεαρού μουσικού και του χάρισαν την αναγνώριση ως μιας από τις σημαίνουσες μορφές της country και του folk rock, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά. (Ανάλογη είναι η τιμή που επιφυλάσσεται και στον σύγχρονο του Parsons, Townes Van Zandt. Επίσης γόνος εύπορης οικογένειας των νότιων ΗΠΑ, ο Van Zandt διασκεύασε και αυτός Rolling Stones. Μάλιστα, η σπαραξικάρδια live εκτέλεση του στο “Dead Flowers”, που πρωτοκυκλοφόρησε στο Sticky Fingers από τους ίδιους τους Jagger και ΣΙΑ, περιλήφθηκε στο soundtrack του Μεγάλου Λεμπόφσκι, μαζί με ηχογραφήσεις του Bob Dylan, των Gypsy Kings, του Elvis Costello και του Kenny Rogers.)

 

Ο ηδονιστικός τρόπος ζωής, τα μουσικά γούστα και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Parsons τον καθιστούσαν απόλυτα “συμβατό” με τους Stones και οι Jagger και Richards τον θυμούνται με περίσσια τρυφερότητα – τον θυμούνται, μιας και ο φίλος τους δεν βρίσκεται πια εν ζωή. Πέθανε υπερβολικά γρήγορα, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1973.

 

Ο πρόωρος αυτός θάνατος, που επήλθε από υπερβολική δόση μορφίνης, έδωσε το έναυσμα και για ένα από τα πιο αξιοπερίεργα και μακάβρια περιστατικά στην ιστορία του rock ‘n’ roll.

 

Λίγο πριν το μοιραίο, ο Parsons είχε ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις του δεύτερου σόλο άλμπουμ του, Grievous Angel (κυκλοφόρησε μετά θάνατον). Με προτροπή του μάνατζέρ του, Phil Kaufman, έφυγε για διακοπές μαζί με τον βοηθό του, Michael Martin και τις τότε συντρόφους τους.

 

Ο προορισμός τους ήταν το πάρκο Joshua Tree, ένα από τα πιο γνωστά εθνικά πάρκα των ΗΠΑ – το οποίο, μεταξύ άλλων, έχει εμπνεύσει και το ομότιτλο άλμπουμ των U2. Ο Parsons έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στο συγκεκριμένο μέρος και το είχε επισκεφτεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Την παραμονή του μοιραίου γεγονότος, είχε εξομολογηθεί στον Kaufman από τηλεφώνου πως, στην περίπτωση του θανάτου του, θα ήθελε να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στο εν λόγω πάρκο.

 

Όταν, λοιπόν, ο Parsons έφυγε όντως από τη ζωή, μόλις μια μέρα μετά, και ενώ είχαν δρομολογηθεί οι διαδικασίες ώστε η σορός του να σταλεί στην οικογένειά του, οι Kaufman και Martin, υπό την επήρεια αλκοόλ, το θεώρησαν σκόπιμο να κλέψουν το φέρετρο και να το μεταφέρουν στο πάρκο του Joshua Tree. Φτάνοντας εκεί, το βράδυ της 20ης Σεπτεμβρίου, αποπειράθηκαν να του βάλουν φωτιά, αλλά έγιναν αντιληπτοί από τους άλλους επισκέπτες του πάρκου. Ειδοποιήθηκαν οι αρχές και η “τελετή” διακόπηκε, χωρίς οι Kaufman και Martin να ολοκληρώσουν τον σκοπό τους. Ο Kaufman, μάλιστα, διοργάνωσε πάρτυ προκειμένου να μπορέσει να πληρώσει το πρόστιμο 1000 δολαρίων που του επιβλήθηκε. Η οικογένεια του Parsons αρνήθηκε τους ισχυρισμούς περί επιθυμίας του τραγουδιστή να καεί στο πάρκο Joshua Tree, ενώ ακόμα και σήμερα τα ενημερωτικά φυλλάδια που μοιράζονται στο εν λόγω πάρκο δεν αναφέρονται στην όλη ιστορία. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της διοίκησης, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των φυλάκων-ξεναγών το αν θα δείξουν στους επισκέπτες το επίμαχο σημείο της αποτυχημένης αποτέφρωσης.

 

Το γεγονός παραμένει πως, ανεξάρτητα από αυτή την αλλόκοτη ιστορία, ο Gram Parsons υπήρξε μια από τις πιο χαρισματικές μορφές της country των δεκαετιών 1960 και 1970. Η εκτέλεση του “Wild Horses” είναι μόνο μία από τις αποδείξεις επ’ αυτού, καθώς και τα δικά του τραγούδια είναι εξίσου ενδιαφέροντα και άξια να συνεχίσουν να ακούγονται για πολλά χρόνια ακόμη.

 

 

 

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts

//