Την άλλη μέρα το πρωί, πριν πάει στο δικό της το σχολείο, η Ζωρζ πήγε στη Σχολή Γαλανοπούλου. Ήθελε να δει, όσο γινόταν από πιο κοντά, τον «παράδεισο» που είχε κλέψει το Κούλι.
Mπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… «Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο. «Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ! Αξιότιμε κύριε!»
Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται…
Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην "ανώτερη τάξη". Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς.
Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα μείνω η αιώνια αρραβωνιαστικιά και πως σ’ όλη μου τη ζωή θα πλαγιάζω με τον Αχιλλέα στα βιαστικά, ανάμεσα σε δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σε ξένο κρεβάτι πάντα.