Είσαι στην πόλη,ενώ φεύγουν όλοι; Έξω γιορτές, μέσα, κλεισούρα; Αν θες κάτι διαφορετικό αυτό το Πάσχα, δοκίμασε...ακριβώς τα ίδια, καθημερινα πράγματα. Άνοιξε την πόρτα λοιπον και μπρος...
Ένα κείμενο για την αυτοκτονία. Για τον κάθε άνθρωπο που φτάνει σε αυτό το σημείο και δεν είναι κοινωνικό μίασμα, μηδενικό ή αχάριστος. Είναι ο διπλανός σου. Όπως ο Α.
Σκέφτομαι, ότι σε μια κοινωνία που μεγαλοπιάνεται, ίσως η μεγαλύτερη επανάσταση είναι να ζεις τα μικρά, όπως το να συγκινείσαι μ' ένα τραγούδι όπως αυτό του Κραουνάκη. Ή να φτιάχνεις με μια παρέα ένα σάιτ γιατί γουστάρεις να εκφραστείς.
Τα χρέη δεν μετρούν στιγμές. Το μαγαζί έκλεισε. Εκείνος έμεινε να κόβει βόλτες. Όπως τα πουλιά δεν έχουν να φωλιάσουν όταν κόβονται τα δέντρα, έτσι κι αυτός σαν άδικη κατάρα, κουβαλά το βλέμμα του και το ακουμπά στα παλιά κτίρια. Κάπου ανάμεσα και το δικό του ταβερνάκι.
Ένα χαρτόκουτο, λίγα σεντόνια, μια-δυο σακούλες με πράγματα και μία κουβέρτα. Αυτή είναι ολάκερη η περιουσία σου. Ακόμα χωρίς τεκμήριο (μάλλον). Μια γωνιά σε ένα παλιό κτίριο, σε ένα ακατοίκητο σπίτι ή απλά σε ένα πεζοδρόμιο. Ο δρόμος έχει γίνει το σπίτι σου. Ένας σκύλος ή μία γάτα συμπληρώνουν τη «σπιτική» και «οικογενειακή» ατμόσφαιρα, αφού οι άνθρωποι μόνο να σε προσπερνούν ξέρουν.
Τα περίεργα πλάσματα, πεσμένα στα γόνατα, μουσκεύοντας το μαντήλι που τους έκρυβε τα μάτια, είπαν πως έρχονται από τόπο κολασμένο, από πόλεμο, φωτιά και πόνο. Αυτό που ζητούσαν ήταν η Γη της Επαγγελίας, τη γη που αποδίδει καρπούς και που θα πραγματοποιούσε όλα τα όνειρα τους.
«Εσείς οι αριστεροί αφού είστε άθεοι, γιατί έχετε αργία τα Χριστούγεννα;» είμαι έτοιμος να χτυπήσω στον αναρχοάπλυτο ξάδερφο, που κάθεται απέναντί μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλλά κρατιέμαι γιατί εκείνη την ώρα ερχόταν το κοτόπουλο και το άφησα για αργότερα.