Ψιλο-λόγια

Μία στήλη, ελεύθερης, ανήσυχης και ευαίσθητης γραφής

Τι μου πατάς το ψιλό;

Συχνά ο Στάθης έφερνε στον πατέρα του στην όψη. Κοιτούσε κάτω, σαν να κουβαλούσε το ίδιο βάρος. Δίπλα του μια φορά είχε μια γυναίκα που κοιτούσε κι αυτή κάτω. Αλλά αντί για το πάτωμα, τα φρεσκοβαμμένα νύχια της. Η διαφορά στο κοίταγμα ήταν όλη η διαφορά στη ζωή τους.

Το σεντούκι

Γεμίσαμε από φίλους που δεν λέμε ούτε καλημέρα / Από ανθρώπους άδειους σαν ξεχασμένα καζάνια σε αποθήκες κλειστών εστιατορίων / Μόνο που εμείς ακόμα βράζουμε κι αργοπεθαίνουμε

Μεθώνης γωνία

Απ' το σχολείο η τσάντα της ήταν γεμάτη με κολατσιό. Τοστ, φρούτα και ψωμί. Ό,τι καλό της είχαν ετοιμάσει οι δικοί της. Πάντα το μοιραζόταν με φίλες. Τ' αγόρια πάλι έβρισκαν αφορμή για να την πλησιάσουν. Ήταν η ωραία της τάξης, αλλά είχε και καλοσύνη μέσα της. Δεν άφηνε με τον τρόπο της να τη ζηλεύουν. Κέρδιζε με το χαμόγελο και το αγνό της βλέμμα.

Γεννιέσαι

Γεννιέσαι, ανασάνεις, κλαις, σφίγγεσαι, αφουγκράζεσαι, αναπνέεις, ακούς ωστόσο δεν καταλαβαίνεις, οι αισθήσεις σου ξεκινούν να λειτουργούν κι είσαι σε υπερδιέγερση, για τα πρώτα εκείνα λεπτά θα μπορούσες να κατατροπώσεις το πιο μεγαλοφυές όραμα που να περικλείει κυρίως εσένα και αυτούς που σε φροντίζουν.
//