Από τη βιβλιοθήκη ξεκινούσα πάντα. Λες και ήταν το πιο πολύτιμο από όλα. Λες και ήταν καβατζωμένη η ζωή εκεί μέσα στα ποιήματα, στα μυθιστορήματα, στα «εκατό χρόνια μοναξιά». Εκείνο το πιο παλιό, το πιο αγαπημένο! Κάθε φορά και περισσότερα. Μεγάλωνα εγώ, πλήθαιναν κι αυτά και όλο και πιο πολύ κρυβόμασταν στις βιβλιοθήκες μας. Να ‘χει η ζωή να θυμάται εικόνες και λέξεις και ιστορίες και εξώφυλλα.
Κούτες αραδιασμένες. Πόσες κούτες μέτρησα; Να αλλάζεις σπίτια και να ρίχνεις πετραδάκια στο δρόμο. Κι όμως να μην περνάς ποτέ από την ίδια γειτονιά. Είναι που έχεις πάλι καινούριες προσδοκίες κι ελπίδες. Η ιστορία που κουβαλάς μέσα σου. Κάτι δεν πήγε καλά. Πάλι να φεύγεις. Εσύ και ο γάτος. Σε πόσες κούτες χωράει η πραμάτεια σου;
Σκέφτηκα να αλλάξω τακτική. Δε μου κάνει καρδιά να χαλάσω την τάξη. Ανοίγω ντουλάπες. Πετάω ρούχα παλιά, φθαρμένα, σκισμένα. Τα κάνω όλα σωρό. Αν μπορούσα θα άναβα μια μεγάλη φωτιά στη μέση του Αυγούστου. Να φτάσει μέχρι τον ουρανό, να στείλω μηνύματα, να κάψω τις ίνες από τα υφάσματα και μαζί και το άρωμα ανθρώπων που άπλωσαν τα χέρια τους στον ώμο μου. Αν μπορούσα θα ανέβαινα κι εγώ μαζί με τον καπνό, θα έβαζα άλλους στόχους, θα ξεπερνούσα τις τρικλοποδιές και τις φθηνές απάτες. Να κάψω τα αποτυπώματα. Μονάχα αυτό θέλω.
Όλα μπήκαν στη θέση τους. Μονάχα οι πίνακες του Ανεστόπουλου κρέμονται στους τοίχους. Αντικριστά. Θα τους πάρω αγκαλιά στο αυτοκίνητο. Έχει ο καθένας τα πολύτιμά του. Σκέφτομαι τις ιστορίες που άκουσαν οι τοίχοι αυτού του σπιτιού. Τα κλάματα και τα μακρόσυρτα αχ! Τις σιωπηλές κραυγές από τη μοναξιά που ζωγράφιζε στο ταβάνι παράθυρα διαφυγής. Κάθε Αύγουστο να αποχαιρετάς! Κι ο λυγμός πάλι τούτο το μήνα τον τρυγητή κάνει το πιο μεγάλο θόρυβο. Χρόνια τώρα. Από παιδί τον έτρεμα. Τον καλόπιανα, τον χάιδευα, τον κερνούσα σταφύλι μα εκείνος δε μου έκανε ποτέ τη χάρη να είναι καλός μαζί μου.
Αυτό το τσαρδί το αγάπησα πιο πολύ από όλα. Βρήκα ξερή γη κι ανάστησα βασιλικούς και μαντζουράνα και μέντα και λεβάντα! Τόσα αρώματα δεν είχα ποτέ! Κι ανείπωτα δεν υπήρξαν ποτέ εδώ. Βεγγερίζαμε μαζί με τα λουλούδια και τα λόγια. Τι να τις κάνεις τις φεγγαροβραδιές αν είναι βουβές;
Φτάνω μέχρι την πόρτα. Γυρίζω και κοιτάζω πίσω. Χάλασα πάλι την παράδοση. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω να κάθεται στον καναπέ και να χαϊδεύει το γάτο. Λίγο πριν την Πρωτοχρονιά. Τη μία και μοναδική φορά που ήρθε. Όσα έγραψα μονάχα για εκείνον. Του άρεσε το σπίτι. Έλεγε πως είμαι εγώ. Και ποια είμαι κι εγώ; Δεν ξέρω. Μη με ρωτάτε. Τόσους ρόλους που έπαιξα έχασα τον εαυτό μου. Όσα είπα μονάχα για εκείνον. Όσα ονειρεύτηκα με εκείνον. Όσα έζησα χωρίς εκείνον. Τον αφήνω εδώ. Τρία χρόνια λέξεις με φαγωμένες σόλες παπουτσιών και φθαρμένα πανωφόρια. Γέμισαν αλμύρα τα χέρια και τα μάτια και το στόμα. Θα σιωπήσω. Φεύγοντας από τούτο το σπίτι μόνο αυτό θυμάμαι. Τα τιμαλφή μου είναι ετούτα.
Αφήνω παραγγελιά στον επόμενο ενοικιαστή με κόκκινο κραγιόν που βρήκα στο μπάνιο: «Να προσέχεις τον κήπο μου. Να προσέχεις τα μυστικά μου. Όλα θαμμένα κάτω από τις μεγάλες λεμονιές. Γιατί ο χωρισμός και ο αποχωρισμός ξεγελούν. Δεν έχουν χώρο μονάχα στενά περάσματα και αδιέξοδα.»
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.