Μία συγκεκριμένη φιλολογία μάς έχει πείσει ότι έχει κάνει την δουλειά της όταν έχει καταφέρει να ταυτοποιήσει ποιητικά ρεύματα και να κατηγοριοποιήσει εντός τους ποιητές και ποιήτριες. Ανέκαθεν αναρωτιόμουν προς τί αυτή η εμμονική προσπάθεια μιας κυρίαρχης φιλολογίας να εντοπιστούν ομοιότητες ώστε η ποίηση από «θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας[1]» να μετατραπεί σε μια εργαλειοθήκη, από εκείνες με τα πολλά κουτάκια όπου νοικοκυρεμένα κείνται βίδες, παξιμάδια, ροδέλες, ούπα, αιχμές τρυπανιών και άλλα νεκρικά κτερίσματα. Να η πρώτη σκέψη που μου ήρθε διαβάζοντας τα νέα ποιήματα του Δημήτρη Γκιούλου, «Αστικά Δύστυχα» που δεν χάνουν τον ύπνο τους για το αν θα πολιτογραφηθούν «εἰς τῶν ἰδεῶν τὴν πόλι[2]».

Πριν συνεχίσω, οφείλω μια δήλωση χάριν διαφάνειας. Κάποια από τα ποιήματα του Γκιούλου δεν τα διάβασα, τα έζησα εν τω γίγνεσθαι. Κάποια άλλα τα διάβασα χωρίς να τα ζήσω και μετανιώνω οικτρά. Γιατί η σχέση μου μαζί του είναι ένα ποίημα που εδώ και 10 χρόνια παίρνει διάφορες μορφές: Παλιότερα, ενδοσκοπήσεις γύρω από ένα μπουκάλι κονιάκ σαν εκτενείς καταθέσεις αυτόματης γραφής τύπου «κι όπου φτάσει». Τα τελευταία χρόνια, συναντήσεις σύντομες σαν χαϊκού. Για το μέλλον προσβλέπω σε εμπλουτισμό με νέους αρμούς, αχρονικούς, σαν κάποια από τα επιμελώς αφτιασίδωτα ποιήματά του. Με λίγα λόγια, ό,τι πω, θα το πω ως εν μέρει ‘’συμμετάσχων παρατηρητής’’: μέσω μιας συμμετοχής «του ερευνητή στο κοινωνικό σύνομο που ερευνά, έτσι που να μπορεί να μελετήσει το σύνολο αυτό από μέσα και από κοντά[3]».

Ο Γκιούλος είναι άνθρωπος που ‘’δεν θυμάται/να έχει κρατήσει στη ζωή του/ άνθρωπο που γνώρισε/ διά χειραψίας’’ («Κάτι για μένα»). Η ροπή του αυτή είναι η ενστικτώδης αντίδραση μιας ολόκληρης γενιάς που έμαθε να τείνει το χέρι σε ανθρώπους για τους οποίους κάτι τέτοιο δεν σήμαινε τίποτα πια: στους αδηφάγους εργοδότες, στις γκρίζες, κουρασμένες ταχείες των εραστών και τα λοιπά. Έτσι, έχοντας παραδώσει την ματαιοδοξία έξω από το τυπογραφείο, ο Γκιούλος αφήνει τα ποιήματά του να κυλήσουν ελπίζοντας ότι κάπου θα σκαλώσουν, σε κάποια σχέση, σε κάποια ανάταση, σε κάποιο βράδυ καύλας και δυαδικής επανάστασης: «ο χρόνος είναι ρήμα/ Κυλάω/ Πονάω/ Περνάω».

Κι όποιος βιαστικά ή κι εύλογα σκεφτεί ότι αυτή η δημιουργική ανεμελιά είναι τσάμπα, δεν έχει παρά να διαβάσει τα πιο αυτοβιογραφικά ποιήματα του Δημήτρη, με κορυφαίο το «26 Ιουνίου 2017», ημερομηνία κατά την οποία έχασε τη μητέρα του από καρκίνο. Ποίημα που εσύ, σαν αναγνώστης, δεν θες να τελειώσει – όσο τραγικό, εγωιστικό και κάπως αναίσθητο κι αν ακούγεται αυτό: «Έχω γίνει πρώτος πληθυντικός/Φωνάζω τις νοσοκόμες για τον/καθετήρα μας/Ή που λερωθήκαμε/Που δεν στεκόμαστε όρθιες/Της εξηγώ ότι δεν είναι ρεζίλι αυτό/ Φυσικά και δεν είναι ρεζίλι αυτό/ Άλλοι έρπουν όρθιοι» .Και παρακάτω, εκεί όπου ο Δημήτρης κοιτάζει την τεφροδόχο και εύχεται «Να ρίξω νερό να φουσκώσει/σπόρους/Να την ξανακάνω μαμά.». Ο χρόνος είναι ρήμα, ναι. Και η ανεμελιά – πάει να πει, η φυσιολογική ανθρώπινη κατάσταση δηλαδή – κοστίζει περισσότερο από ποτέ.

Υποπτεύομαι ότι για τον Δημήτρη Γκιούλο, η απώλεια αυτή συνόψισε ό,τι η φιλολογία προσπαθεί να τεκμηριώσει ως «Γενιά της Κρίσης». Ο Γκιούλος δεν αγχώνεται να αποδείξει τα ακτιβιστικά του διαπιστευτήρια, παρ’ ό,τι άνθρωπος που θα τον συναντήσεις πολύ συχνά στον δρόμο. Αυτή η «Γενιά της Κρίσης» έχει καταλήξει να πρέπει να καταγγέλει ό,τι την κατέστησε καταραμένη. Αυτά όμως δεν είναι μόνο ή βασικά ο Πάγκαλος ή ο Παπαδήμος ή Λαγκάρντ: «Καλό κορίτσι και κομμουνίστρια» έλεγε ο ένας παππούς, ο αντάρτης/ «καμιά δουλειά να σου κάνει», λέει/ ακόμα ο άλλος, ο δεξιός/ Σπίτια μας τον ζήσαμε/ τον Εμφύλιο (Κυριακάτικα τραπέζια Ι).

Τα «Αστικά Δύστυχα» είναι ό,τι πιο ώριμο έχω διαβάσει από τον Δημήτρη Γκιούλο. Και αυτό νομίζω ότι οφείλεται στο ότι εγκαταλείπει μια παλιότερη πιο «ιντριγκαδόρικη» γραφή όπου το τέχνασμα, το τρικ είχαν κεντρικό ρόλο. Γράφει την αλήθεια του με τρόπο που δεν χαμπαριάζει Χριστό. Η ποίηση του Γκιούλου είναι neo-punk: δεν πιστεύει στα αφοριστικά statements των ορθόδοξων punks αλλά αποτυπώνεται με επιφύλαξη για νέες αναζητήσεις στους βρώμικους τοίχους των πολυκατοικιών σαν εκείνο το «ο Δεκέμβρης δεν ήταν η απάντηση αλλά η ερώτηση». Ευχαριστούμε Δημήτρη. Συνέχισε να σκαρώνεις αληθινά συνθήματα.

[1] Διονύσης Σαββόπουλος, «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», «Ρεζέρβα», 1979

[2] Κ. Π. Καβάφης «Τὸ Πρῶτο Σκαλὶ», 1899

[3] Δ.Γ. Τσαούσης, Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, Gutenberg, 1989

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//