Λίγο πριν την κορύφωση της καινούριας ταινίας του Quentin Tarantino, ο Rick Dalton (Leonardo DiCaprio) απoκαλεί τον Tex Watson, εξέχον μέλος της «οικογένειας» του Charles Manson, “Dennis Hopper”. Το ονοματεπώνυμο χρησιμοποιείται εν προκειμένω με καθαρά προσβλητική, απαξιωτική διάθεση. Έχοντας γνωρίσει πρόσφατα ανέλπιστη επιτυχία ως σκηνοθέτης της ταινίας Easy Rider, ο Hopper ήταν, το καλοκαίρι του 1969, ένα από τα πιο προβεβλημένα μέλη αυτού που ονομάστηκε Νέο Χόλυγουντ (αν και προερχόταν από το παλιό). Ταυτόχρονα και ειδικά χάρη σε αυτό το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης, ήταν πιθανώς ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της αντικουλτούρας, τουλάχιστον όσον αφορά την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Ό,τι γνώμη κι αν έχει κανείς για το Once Upon A Time… In Hollywood (ο διχασμός που έχει φέρει σε κοινό και κριτικούς είναι σίγουρα αξιοσημείωτος), το βέβαιο είναι ότι έχει ως βασικό θέμα τη νοσταλγία (του σκηνοθέτη του) για τη ζωή στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα για τη βιομηχανία του θεάματος, τη δεκαετία του 1960, και ειδικά στα χρόνια πριν από το 1968. Εκείνη η χρονιά, καθώς και το 1969 (τα δύο έτη κατά τα οποία διαδραματίζεται και η τελευταία ταινία του Q.T.), περιλαμβάνουν μια σειρά από γεγονότα που σφράγισαν, στη συλλογική αμερικανική μνήμη, το τέλος των sixties. Σφράγισαν, δηλαδή, το τέλος της αισιοδοξίας και της «αθωότητας» που είχε χαρακτηρίσει όλη εκείνη τη δεκαετία: οι δολοφονίες του Martin Luther King και του Robert Kennedy, η δολοφονία του Meredith Hunter στο Φεστιβάλ του Altamont των Rolling Stones και φυσικά οι δολοφονίες από την «οικογένεια» του Manson (μεταξύ αυτών της Sharon Tate, του Jay Sebring, του Wojciech Frykowski και της Abigail Folger) βροντοφώναζαν πως τα πράγματα δεν ήταν πλέον τόσο ρόδινα. Το Woodstock, που έλαβε χώρα λίγες μέρες μετά τη δολοφονία της τότε συζύγου του Roman Polanski ήταν μάλλον μια εξαίρεση σε όλη αυτή την κατάρρευση, και επιπλέον ελέγχεται το αν ήταν πραγματικά πολιτικός και ακτιβιστικός ο χαρακτήρας του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αντικουλτούρα και ο χιπισμός έχουν μάλλον αρνητικό πρόσημο στην εναλλακτική παρουσίαση της εποχής από τον σπουδαίο σκηνοθέτη-σεναριογράφο, που έζησε, άλλωστε, τα πράγματα από πρώτο χέρι, μεγαλώνοντας εκείνη τη δεκαετία στο Λος Άντζελες. Ειδικά η παρανοϊκή, αιμοβόρα αντίληψη του τι σήμαινε πολιτική, φήμη, ροκ, χιπισμός και κοινοβιακή ζωή (αλλά και κάποια συγκεκριμένα τραγούδια των Beatles) από τον Manson και τα «αδέρφια» του, δεν μπορεί παρά να χρησιμεύει σαν σύμβολο της απαισιοδοξίας και της σκοτεινιάς, του δυσάρεστου τέλους μιας εποχής, σε αντίθεση με την καλιφορνέζικη ηλιοφάνεια και την ελαφρότητα της κατά Tarantino και Margot Robbie Sharon Tate.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Dennis Hopper σηματοδοτεί και αυτός αρνητικά πράγματα για τον Rick Dalton, τον επινοημένο ηθοποιό που υποδύεται ο Leonardo DiCaprio. Αλλοτινός κολλητός του James Dean (και, για λίγο καιρό, του Elvis), μοντέλο αλλά και πορτρετίστας του Andy Warhol, εικαστικός, φωτογράφος, πρωτοπόρος των selfie, συλλέκτης έργων τέχνης, αλλά και περιβόητος για τις καταχρήσεις και την ηδονιστική ζωή του, ήδη από τις αρχές των sixties, ο Hopper δεν ήταν και ό,τι πιο συμβατικό, ό,τι πιο Χολυγουντιανό, ακόμα και για τα πιο ελευθέρια δεδομένα εκείνης της δεκαετίας. Επομένως, η χρήση του ονόματός του ως προσβολής, από έναν μάλλον συντηρητικό (όσον αφορά τις καλλιτεχνικές επιλογές και επινοημένο, έστω) ομότεχνό του δεν είναι τυχαία.
Ο Hopper είχε ξεκινήσει σαν τηλεοπτικός ηθοποιός τη δεκαετία του 1950, έχοντας νωρίτερα παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στο Actors’ Studio, τη σχολή που καθιέρωσε τη μέθοδο Στανισλάφσκι στις ΗΠΑ. Είχε πρωταγωνιστήσει σε δύο από τις τρεις συνολικά ταινίες που πρόλαβε να γυρίσει ο James Dean (Επαναστάτης χωρίς αιτία και Γίγας, του 1955 και του 1956 αντίστοιχα), ενώ είχε για καιρό βαλτώσει λόγω του ανυπότακτου χαρακτήρα του και της κόντρας του με τον σκηνοθέτη Henry Hathaway. Κι όμως, το 1965, παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες, ο Hopper κατάφερε να βρει ρόλο στο γουέστερν The Sons of Katie Elder που θα σκηνοθετούσε ο βετεράνος κινηματογραφιστής, χάρη στη μεσολάβηση του John Wayne.
Αν και μάλλον ξεχασμένο τώρα πια, το εν λόγω φιλμ του Hathaway ήταν σίγουρα σημαντικό για τον ίδιο τον Hopper, καθώς του έδωσε την ιδέα για το πιο προσωπικό κι όμως πιο καταστροφικό του πρότζεκτ μέχρι τότε. Το The Sons of Katie Elder γυρίστηκε κυρίως στο Μεξικό, και η όλη διαδικασία του γυρίσματος έβαλε σε σκέψεις τον Hopper: τι θα απογινόταν το χωριό όπου γυριζόταν η ταινία; Πώς θα ζούσαν οι κάτοικοι με τα σκηνικά που είχαν στήσει οι αμερικανοί στη μέση του χωριού τους;
Την ίδια χρονιά, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Hopper προσέγγισε τον σεναριογράφο του Επαναστάτης χωρίς αιτία, Stewart Stern και τον έπεισε να γράψει το σενάριο, μυώντας τον παράλληλα και στις απολαύσεις του να δακτυλογραφείς μέσα σε σύννεφα καπνού από μαριχουάνα. Η ιστορία μιλούσε για τον Kansas, έναν αμερικανό κασκαντέρ που δουλεύει στο Περού, σε γουέστερν που γυρίζεται με θέμα τη ζωή του Billy The Kid. Όταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας πεθαίνει από ατύχημα, η παραγωγή διακόπτεται και όλοι οι αμερικανοί επιστρέφουν στις ΗΠΑ, εκτός από τον Kansas, που μένει εκεί, ερωτευμένος με την Περουβιανή Maria αλλά και σίγουρος πως θα μπορέσει να προσελκύσει άλλες αμερικανικές παραγωγές, και μόνο χάρη στην τοποθεσία και τα σκηνικά του Billy The Kid που έχουν ξεμείνει πίσω. Τα πράγματα, βέβαια, δεν πάνε τόσο ρόδινα.
Το 1966, ενώ το σενάριο ακόμα γραφόταν, ο Hopper έπεισε τον μουσικό παραγωγό Phil Spector να χρηματοδοτήσει την ταινία, με πρωταγωνιστή τον Montgomery Clift. Ο Spector θα κρατούσε αργότερα κι ένα μικρό ρόλο στο Easy Rider. Ο Clift όμως πέθανε την ίδια χρονιά, ενώ ο Spector απέσυρε τη χορηγία του. Το γύρισμα της ταινίας «πάγωσε» για τρία χρόνια. Εν τω μεταξύ ο Hopper πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το True Grit και το Cool Hand Luke, ενώ κατάφερε να γυρίσει το Easy Rider, με παραγωγό, συμπρωταγωνιστή και συν-σεναριογράφο τον Peter Fonda (που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Αύγουστο, σε ηλικία 76 ετών) και με τη συμμετοχή του όχι-ακόμα-διάσημου Jack Nicholson. Η ταινία βραβεύτηκε στις Κάννες και απέφερε γύρω στα 600 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως (δηλαδή σχεδόν χιλιαπλάσια κέρδη από τα 735.000 δολάρια που είχε στοιχίσει). Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Hopper δυσκολευόταν να βρει χρηματοδότηση για την επόμενη ταινία του, ακόμα και από την BBS, την εταιρία που είχε βάλει τα χρήματα για το Easy Rider.
Ο Hopper επέμεινε και βρήκε τελικά οικονομική στήριξη από την Universal, που εκείνη την περίοδο είχε αποφασίσει να δείξει “πρωτοπόρα” και “γενναιόδωρη”, χρηματοδοτώντας το έργο πέντε διαφορετικών νεαρών σκηνοθετών, παραχωρώντας ένα εκατομμύριο δολάρια στον καθένα. Έχοντας λύσει αυτό το βασικότατο πρόβλημα, ο Hopper έφυγε για το Περού, μαζί με τον Fonda, τον Kris Kristofferson, τον Dean Stockwell, τη μέλλουσα σύζυγό του Michelle Philips (από τους The Mamas and The Papas, που επίσης «εμφανίζονται» στην ταινία του Tarantino) και μερικά ακόμα νεαρά party animals του Χόλιγουντ. Μαζί τους ήταν και ο διακεκριμένος διευθυντής φωτογραφίας Laszlo Kovacs, που είχε συνεργαστεί με τον Hopper στο Easy Rider (θα συνεργαζόταν αργότερα και με τον Martin Scorsese). Από κοντά και ο καλτ δημιουργός Samuel Fuller, που κρατούσε τον ρόλο του σκηνοθέτη στην ταινία-μέσα-στην-ταινία.
Οι αναμνήσεις των συντελεστών από τα γυρίσματα του The Last Movie στο απόκοσμο τοπίο του Περού έχουν να κάνουν με ασταμάτητη κατανάλωση κοκαΐνης, αλκοόλ και άλλων ουσιών, οργιώδη πάρτυ, αλλά και διάφορα άλλα ευτράπελα που είχαν να κάνουν με λιποθυμίες λόγω έλλειψης οξυγόνου (το μέρος βρισκόταν σε 3500 μέτρα υψόμετρο), εισβολές συμπαθέστατων λάμα σε δωμάτια και τουαλέτες, ομηρικούς καυγάδες και άλλα πολλά. Στο επίκεντρο (στην πρωτοπορία!) όλων αυτών ήταν ο ίδιος ο Hopper, ο οποίος όμως κατάφερνε ταυτόχρονα να επιβάλει έλεγχο στο χάος και να εμπνέει συνεχή προσπάθεια από τους συνεργάτες του.
Η χαοτική συμπεριφορά και η κατάχρηση πίσω από τις κάμερες αντανακλάται και μπροστά από αυτές, στον χαρακτήρα του Kansas, του πρωταγωνιστή της ταινίας. Ο ίδιος ο Hopper ήταν αυτός που υποδύθηκε τελικά τον κασκαντέρ, μετά το θάνατο του Clift, αλλά και μια συμφωνία με τον Jason Robards που επίσης δεν ευοδώθηκε. Σε κατάσταση συνεχούς παραζάλης, ο Kansas ήδη παραπαίει προτού η παραγωγή του Billy The Kid να φτάσει στο άδοξο τέλος της και, όταν αυτό το τέλος φτάνει, ο κασκαντέρ καταρρέει πλήρως, κυνηγώντας άσκοπα ηδονές για χάρη των ηδονών, επενδυτές για χολυγουντιανές ταινίες που δεν έρχονται ποτέ, ακόμα και χρυσάφι στα βουνά του Περού, παρέα με έναν φίλο του, επίσης εκπατρισμένο αμερικανό, επίσης «καμμένο» από τις καταχρήσεις, επίσης χαοτικό και χωρίς προσανατολισμό. Είναι το πορτρέτο ενός λούζερ που δεν ξέρει πότε να σταματήσει, που ο δρόμος που τράβηξε δεν τον έβγαλε ποτέ πουθενά κι όμως εκείνος συνεχίζει, συνεχίζει, συνεχίζει, με τον μόνο τρόπο που ξέρει και μπορεί.
Κι όμως, το βασικό θέμα του φιλμ δεν είναι αυτό, αλλά ο χολυγουντιανός ιμπεριαλισμός, το πώς τα κινηματογραφικά στούντιο εκμεταλλεύονται και απομυζούν ό,τι πέσει στα χέρια τους, ακόμα και ένα απόμερο περουβιανό χωριό και τους κατοίκους του. (Μια μάλλον λιγότερο ειδυλλιακή απεικόνιση από αυτή του Tarantino). Όταν η παραγωγή σταματήσει απρόσμενα και χωρίς να ολοκληρωθεί, οι κάτοικοι του Chinchero (το όνομα του χωριού όπου γυρίστηκε η ταινία του Hopper αλλά και ο τίτλος εργασίας της) δεν γκρεμίζουν τα σκηνικά του γουέστερν, αλλά υιοθετούν το τελετουργικό του κινηματογραφικού γυρίσματος, κάνοντας πως σκηνοθετούν, φωτίζουν, ηχογραφούν και στελεχώνουν μια ταινία-φάντασμα. Χρησιμοποιούν κάμερες από καλάμι, χωρίς φιλμ και φακό, μπουμ που δεν καταλήγουν σε πραγματικά μικρόφωνα, προβολείς που δεν είναι σε θέση να φωτίσουν (καθώς δεν έχουν ούτε λάμπες ούτε ρεύμα). Και καθώς αυτό το αλλόκοτο τελετουργικό αρχίζει να αποκτά θρησκευτική σοβαρότητα, θα πρέπει να βρεθεί ο αμνός που θα θυσιαστεί. Κι ο αμνός αυτός είναι ο Kansas, το σύμβολο του Χόλυγουντ και του καταστροφικού περάσματός του από το Chinchero. Ο ίδιος ο κασκαντέρ αποδέχεται αυτόν τον ρόλο, ξέροντας πως έχει φτάσει σε συνολικό τέλμα και εξομολογούμενος στον παπά του χωριού ότι η μεγαλύτερη αμαρτία του υπήρξαν οι ίδιες οι ταινίες, η συμμετοχή του σε αυτές και στη βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω τους. Ας είναι λοιπόν αυτή η τελευταία ταινία.
Το Χόλυγουντ, η προσέγγισή του για τον ίδιο τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης αλλά και ως οικονομική πρακτική, δεν αποδομείται μόνο μέσω αυτής της θυσίας, μέσω του περιεχομένου, αλλά και μέσα από την ίδια την αφήγηση, τη μορφή της ταινίας: επιστρέφοντας στις ΗΠΑ από το επεισοδιακό γύρισμα του The Last Movie, ο Hopper βρέθηκε με πάνω από 40 ώρες υλικό, λόγω της συνεχούς διάθεσής του για αυτοσχεδιασμό (λίγο από το αρχικό σενάριο γυρίστηκε τελικά) και των ασταμάτητων γυρισμάτων. Ανήμπορος να μοντάρει το φιλμ, δεχόμενος πίεση από τα στελέχη της Universal και συνεχίζοντας την καθημερινότητα που χαρακτήριζε και τις επτά εβδομάδες στο Περού, ο Hopper είχε αποκτήσει παράλληλα και διάφορες καινούριες μονομανίες, όπως το φετίχ του για τα όπλα ή την εμμονή του να προβάλλει ξανά και ξανά το γυρισμένο υλικό στους 12 διαφορετικούς μοντέρ που είχε προσλάβει. Παράλληλα, βρισκόταν σε διαδικασία διαζυγίου από τη σύζυγό του, Brooke Hayward, και σε ετοιμασίες γάμου με τη Michelle Philips. Ο σκηνοθέτης Alejandro Jodorowsky, που επισκεπτόταν τον Hopper στο σπίτι του (όπου γίνονταν και αυτές οι απέλπιδες προσπάθειες οργάνωσης του υλικού) έπεισε τον Hopper να μοντάρει την ταινία με όχι γραμμικό τρόπο, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς χρονική σειρά, διακόπτοντας τις σκηνές με ασύνδετα ή επαναλαμβανόμενα πλάνα, jumps cuts, τυχαία flashback και μεσότιτλους που γράφουν “Scene missing”. Τελικά, ο Χιλιανός σκηνοθέτης πήρε πρωτοβουλία και έκανε μόνος του το μοντάζ, με βάση τις παραπάνω κατευθυντήριες, δημιουργώντας μια εκδοχή που η Universal μίσησε και που ο Hopper έκαψε. Αργότερα, ο ίδιος ο σκηνοθέτης προχώρησε σε δικό του, παρόμοιο μοντάζ, που έδειχνε την ίδια ασέβεια για τους κανόνες για την αφήγηση που είχαν επιβληθεί στο Χόλιγουντ, από την εποχή του D.W. Griffith και μετά. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, αυτό το χαοτικό μοντάζ έχει τη λογική βάση του, μέσα σε όλον τον περιρρέοντα παραλογισμό. Όπως έγραψε και το Sight and Sound, όταν ένας Ευρωπαίος κάνει κάτι τέτοιο θεωρείται ως μια διανοουμενίστικη προσέγγιση. Όταν το κάνει ένας Αμερικανός λένε απλώς γι’ αυτόν ότι παίρνει πολλά ντραγκς. Παρά τα επεισοδιακά του γυρίσματα, το The Last Movie δείχνει ότι έχει φτιαχτεί από κάποιον με καλλιτεχνικό όραμα, κάποιον που γνωρίζει καλά και αγαπά τον κινηματογράφο.
Η οριστική εκδοχή της ταινίας έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ της Βενετίας (κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας), αλλά παίχτηκε μόλις δύο εβδομάδες στις ΗΠΑ. Μετά από μια τέτοια αποτυχία, ο Hopper δεν μπόρεσε να σκηνοθετήσει ξανά ταινία μέχρι το 1980 και το Out of The Blue (παίχτηκε στην Ελλάδα ως Οι Ξεγραμμένοι). Λίγα χρόνια αργότερα συμφώνησε με τον Stern να γυρίσουν μια καινούρια εκδοχή του σεναρίου τους, με σκηνοθέτη και πάλι τον Hopper, αλλά κάποιο νεότερο ηθοποιό ως Kansas. Όμως αυτό το σχέδιο δεν ευοδώθηκε ποτέ. Καλύτερα, γιατί το Last Movie παραμένει στη μνήμη των κινηματογραφόφιλων για αυτό που είναι: ένας ασυμβίβαστος πειραματισμός πάνω στα όρια του (χολιγουντιανού) σινεμά, ένα σπουδαίο εικαστικά φιλμ, αλλά και, εντός και εκτός οθόνης, μια παραβολή για κάποιον που κυνήγησε εμμονικά το καλλιτεχνικό του όραμα και απέτυχε. Αλλά απέτυχε σπουδαία.
Η Τελευταία Ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την One From The Heart
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.