«Δικαιούσαι να σφάλλεις. Κι εγώ, κι εσύ και όλοι. Το έχουν αυτό οι άνθρωποι που ορίζονται από την καρδιά. Δεν ψάχνω άλλοθι. Δεν έχει κανείς να μου δώσει. Ούτε και συγχώρεση. Πάντα με ξεπερνούσε η ζωή μου. Τα σχέδια δε φτούρησαν ποτέ. Κι αν είμαι ένοχη να με κάψετε στην πυρά. Θυμάμαι πάντα στη ζωή μου κάποιον να κρατά μια βέργα και να με ορίζει. Να μου δείχνει το δρόμο και να με αναγκάζει να τον ακολουθώ. Κι ύστερα τα κατάφερα και λοξοδρόμησα. Έτσι από ανάγκη να πω ότι πήγα κι εγώ κόντρα στο ρέμα. Να πω πως έκανα κι εγώ μια αντίσταση στη ζωή μου. Κι αργότερα άρχισα πάλι να τρέχω σαν κυνηγημένη.
Πουθενά δε χώρεσα. Με κανέναν δε κούμπωσα. Αγάπησα τα αδέσποτα και τα παιδιά. Δικά μου δεν έκανα. Έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν είναι για μένα οι ευθύνες κι ας ήξερα ότι έλεγα ψέματα. Κι ας γνώριζα πως δεν αξιώθηκα ούτε ένα δικό μου, κατάδικο μου έρωτα. Ήρθα την ώρα ετούτη με ένα καραβάνι γεμάτο ξένους και δεν έμαθε ποτέ κανείς ούτε το όνομά μου. Δε με ρώτησαν. Κι εγώ από διακριτικότητα σκέφτηκα να μην απαιτήσω γνωριμίες και συναναστροφές.
Μη νομίζεις πως δεν είχα ανάγκες! Σαν τρελή ήθελα να με αγαπούν! Κι έτσι αγαπούσα πάντα για δυο. Δεν ήθελα να λέω ψέματα. Δεν ήξερα τον τρόπο και τα έλεγα πάντα λάθος. Οι δικοί μου με συμβούλευαν να κρατώ πάντα κάτι και για μένα. Για τα δύσκολα. Εκείνοι έβλεπαν, εγώ πάλι όχι. Μπορεί και να έβλεπα κι εγώ μα δεν είχα δίχτυ ασφαλείας για τη ζωή μου. Δεν το έμαθα ποτέ. Άκουγα για τον ανθρώπινο πόνο και ούρλιαζα σαν αγρίμι όταν τον ένιωθα στο πετσί μου. Κάθε φορά που έφευγε κάποιος από τη ζωή μου γονάτιζα στο πάτωμα, αγκάλιαζα τον εαυτό μου και τον παρηγορούσα. Λες και ήταν αρκετό το κανάκεμα το δικό μου! Έτσι είχα μάθει. Δε με παρηγόρησε ποτέ κανείς. Μόνη μου τα έβγαζα πέρα. Όταν άλλαζε ο καιρός καταλάβαινα τον πόνο. Σαν παλιό τραύμα που ξύπνησε από την υγρασία.
Κάποια στιγμή γύρισαν όλοι αυτοί. Ήρθαν δειλά και ζήτησαν συγνώμη. Κι εγώ τους είπα ότι στα δικά μου ξενύχτια ήμουν μόνη. Όταν δάγκωνα τα χέρια μου και πονούσα, ήμουν μόνη. Όταν εκείνοι έκαναν παιδιά και οικογένειες και γιορτές, εγώ καθόμουν στο μπαλκόνι και μετρούσα τις ρωγμές στους τοίχους και ήμουν μόνη.
Μόνο αυτόν δεν κατάφερα να διώξω από την αρχή κι ας ήξερα πως πάλι θα με πληγώσει. Σαν την πεταλούδα κι εγώ που τριγυρνά γύρω από τη φλόγα μέχρι να καεί. Και άνοιξα πάλι το σπίτι μου και τον φίλεψα το πιο παλιό κρασί μου και του θύμισα την αγάπη που του χάρισα τότε. Και πάλι δεν ήταν έτοιμος για τίποτα. Ήρθε νωρίς και χάθηκε πάλι η ευκαιρία να μεθύσουμε από έρωτα. Εγώ αγάπησα τότε έναν επαναστάτη κι εκείνος ήρθε συμβιβασμένος, τρομαγμένος και αναποφάσιστος. Τον αποχαιρέτησα μαζί με το καλοκαίρι. Βούτηξα στη θάλασσα κι έμεινα εκεί μέχρι να χειμωνιάσει».
Ένα σκισμένο, ψάθινο καπέλο, ένα βιβλίο, μια παλιά κασέτα, ένα ημερολόγιο, μια συγνώμη, ένα πισωγύρισμα στο χρόνο και τούτη την εξομολόγηση της κυρίας Μαρίας. Αυτά θα κρατήσω από το φετινό καλοκαίρι. Όλα τα άλλα τα αποχαιρετώ μαζί με τον Αύγουστο που πλησιάζει στο τέλος του.
Στους κύκλους που κλείνουν και μυρίζουν βασιλικό και δυόσμο. Στους κύκλους που δεν έχασαν ποτέ αυτή τη μυρωδιά. Στους κύκλους που μας ταξίδεψαν μέσα στο χρόνο. Στους κύκλους που αποχαιρετήσαμε μαζί με το καλοκαίρι…
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.