Παρθενογένεση δεν υπάρχει ούτε στην τέχνη, ούτε στην Ιστορία. Μετά την ρωσική πρωτοπορία του ’20, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τον Ταρκόφσκι, το film noir και την αναζωογόνηση του Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’70 με τη στροφή στην πραγματικότητα, οι κινηματογραφιστές του 21ου αιώνα είναι φύσει καταδικασμένοι να αντλούν στοιχεία από τους αιώνιους δασκάλους τους.

Το φαινόμενο αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Συνιστά βασική λειτουργία της σχέσης δασκάλου – μαθητή, ασχέτως αν ο μαθητής δεν γνώρισε ποτέ από κοντά τους δασκάλους του. Το ζήτημα δεν είναι αν ως δημιουργός “κλέβεις” ή “δανείζεσαι” στοιχεία από τους καλλιτεχνικούς σου προπάτορες αλλά μέ ποιόν τρόπο το κάνεις. Άλλωστε όπως ειλικρινέστατα και με τον μοναδικό του τρόπο είπε και ο νομπελίστας Ντάριο Φο περιγράφοντας τις βάσεις της δημιουργικής του πορείας, “ήμουν πάντα ένας κλέφτης: Γνωριμιών, γνώσης, πείρας. Πάντα μάθαινα κλέβοντας.”

Ο Sam Mendes, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους σκηνοθέτες έχει υπογράψει ήδη κάποιες αριστοτεχνικές ταινίες όπως το “American Beauty” (1999), το “Revolutionary Road” (2008). Το δε “Jarhead” (2005, “Σύρριζα) σηματοδότησε μία στροφή του σκηνοθέτη στην διερεύνηση του insight χαρακτήρων σε μεταιχμιακές καταστάσεις. Δύο χρόνια αργότερα συμμετείχε στην ομάδα παραγωγής του αξέχαστου The Kite Runner (2007, “Χαρταετοί Πάνω από την Πόλη”). Ο Mendes εκτός από καλός σκηνοθέτης είναι ένα ακόμα κλασικό παράδειγμα χολιγουντιανού συνειδητοποιημένου και κοινωνικά σκεπτόμενου σκηνοθέτη που προσπαθεί να συναρμόσει την ιδεολογία του μέσα στην ασφυξία των φαραωνικών προϋπολογισμών των Big 10 εταιρειών παραγωγής της Καλιφόρνια.

Είδα λοιπόν το 1917. Όχι στο σινεμά. Γιατί μετά την οχλαγωγία στο “Joker” υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι ταινίες που αναμένω για μήνες με ανυπομονησία δεν θα τις χαρίζω στην συμφωνική ορχήστρα των chips. Και η ροή της με συνεπήρε από τα πρώτα λεπτά, ίσως και δευτερόλεπτα. Όσο όμως τα λεπτά και τα μισάωρα κυλούσαν, μέσα μου η φωνή του “κάπου σε ξέρω εσένα” διαμαρτυρόταν. Της είπα να σταματήσει γιατί “είπαμε να δούμε μια καλή ταινία”  και γιατί το νέο ιερό τοτέμ της Καινοτομίας δεν μπορεί να ζητά ακατάπαυστα να καταλάβει και την επικράτεια της Τέχνης. Αλλά δεν τα κατάφερα. Όχι γιατί είμαι μανιακός της εξερεύνησης ομοιοτήτων μεταξύ έργων τέχνης αλλά γιατί αυτή τη φορά οι ομοιότητες ένιωθα ότι αποτελούσαν κάτι πολύ παραπάνω από επιρροές.

Πριν πολλά χρόνια έτυχε να δω το αριστουργηματικό αντιπολεμικό ποίημα ‘’Idi i smotri’’ (1985 – “Έλα να δεις’’) του Σοβιετικού σκηνοθέτη Elem Klimov. Το παρακολούθησα ολομόναχος 2οετής φοιτητής Νομικής στην τεράστια αίθουσα του “Αφαία” στην Καλλιθέα ένα απόγευμα Τετάρτης, όταν όργωνα το λεκανοπέδιο ψάχνοντας διαμάντια που δεν έβρισκες στο περιώνυμο κινηματογραφικό σύμπλεγμα Σταδίου – Πανεπιστημίου – Ακαδημίας. Το μονοκάμερο, η σταδιακή δόμηση αποκαλυπτικών σκηνών καθώς ο πρωταγωνιστής πλησιάζει τη φρίκη στις διάφορες εκφάνσεις της (πυρπολημένες από τους ναζί αποθήκες γεμάτες γυναικόπαιδα και άλλα), η συνάντηση με το Κορίτσι-Προστατευόμενη, η ιδεαλιστική αυτοθυσία που το αγόρι της ταινίας ενστερνίζεται ως οικουμενικό πρόταγμα, ξέφευγαν σαν ριπές αυτόματου από την προ 15ετίας εμπειρία μου.

Και ύστερα θυμήθηκα κάτι ακόμα πιο κραυγαλέο. Στην ταινία “Gallipoli” (1981) που περιγράφει το μακελειό της ομώνυμης μάχης διαρκείας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1915-1916), ο πιτσιρικάς Mel Gibson κατατάσσεται εθελοντικά στο αυστραλιανό εκστρατευτικό σώμα μαζί με τον κολλητό του φίλο. Στο τέλος της ταινίας αφού έχει μείνει και αυτός μόνος αναλαμβάνει την αποστολή να ειδοποιήσει έγκαιρα κάποιον αξιωματικό ώστε να προλάβει την επίθεση των Άγγλων εναντίον Τούρκων και Γερμανών καθώς πρόκειται για παγίδα. Αποτυγχάνει και η ταινία ολοκληρώνεται τη στιγμή που οι αγγλικές ορδές ξεχύνονται προς τον βέβαιο θάνατό τους.

Δεν μπορώ, δε, να παραλείψω την εκκωφαντική λατρεία του Mendes προς τον Kubrick, καθώς η κάμερα γίνεται το ζευγάρι των ματιών κυρίως του επιζώντος Άγγλου στρατιώτη που παρακολουθεί την ίδια του την πορεία σαν ένα τρένο χωρίς επιστροφή. Άλλωστε το αριστουργηματικό “Paths of Glory” (1957 – “Σταυροί στο Μέτωπο”) του Kubrik, με την μνημειώδη ερμηνεία του Kirk Douglas, καταπιάνεται ακριβώς με αυτή την απελπισμένη βαγονοειδή περπατησιά μέσα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ωστόσο ο λόγος που αναφέρω όλα τα παραπάνω δεν είναι για να αποδομήσω το τεχνικά άρτιο “1917”. Όλες οι παραπάνω ταινίες συνιστούν αντιπολεμικά μανιφέστα σε διάφορες περιόδους και φάσεις του Ψυχρού Πολέμου. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, οι σκηνοθέτες τους, μέσα από αρχετυπικές σκηνές βγαλμένες από την Ιλιάδα, φώναξαν εναντίον της φρίκης. Δεν είδαν τίποτα το ηρωικό στο μακελειό των παγκοσμίων πολέμων. Είδαν μόνο στάχτη, θάνατο και απελπισία. Αντίθετα ο Mendes “δανείζεται” τις παραπάνω αναφορές για να αναδείξει το πώς ένας αρχικά διστακτικός στρατιώτης μετατρέπεται σε έναν μοναχικό λύκο και τελικά σε ήρωα πολέμου. Ο Mendes δεν μιλάει για τον πόλεμο, έστω για το όποιο επικό στοιχείο θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει στη φρίκη της σύρραξης, αλλά για τον ηρωισμό ενός Άγγλου στρατιώτη. Ο σκηνοθέτης παίρνει την κιουμπρική ματιά και την θέτει στην υπηρεσία της εθνικής υπερηφάνειας. Σε αυτή την ταινία ο ατομικός ηρωισμός, υπερτερεί του αντιπολεμικού προτάγματος. Και αυτό δεν το υπογραμμίζει μόνο η ερμηνεία: η πομπώδης μουσική αναλαμβάνει σε πολλά σημεία να μας το θυμίσει. Και αυτό είναι μια ποιοτική στροφή των ας πούμε κοινωνικά σκεπτόμενων χολιγουντιανών σκηνοθετών.

Καθώς γράφονται αυτές οι λέξεις, αναρωτιέμαι: γιατί τελικά το “1917” τον Γενάρη του 2020; Ενώ η ψωροπερήφανη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο νέες αναταραχές προμηνύει, ο Mendes επιλέγει να προβάλει μια αμιγώς αγγλική ηρωική ιστορία. Δεν περίμενε κανείς να κάνει ταινία για τις μαχήτριες του Αφρίν αλλά αν ήθελε να μιλήσει για τη φρίκη του πολέμου (που απ’ ό,τι φαίνεται πέρασε σε δεύτερο πλάνο), θα μπορούσε να ασχοληθεί με χιλιάδες άλλες σύγχρονες ιστορίες, μέσα στο comme il faut χολιγουντιανό πλαίσιο. Δεν το έκανε όμως. Αντίθετα, πήρε πολλά δανεικά κι αγύριστα από μάστορες του σινεμά και τα έκαψε στο βωμό της επικαιρικότητας.

Τα αριστουργήματα είναι οικουμενικά, αγκαλιάζουν τα πάθη της ανθρωπότητας, δεν εξάρουν κανένα έθνος ή κράτος. Το “1917”, δυστυχώς για τα τεχνικά του επιτεύγματα, δεν ανήκει σε αυτή τη χορεία ταινιών.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα στο tvxs

 

Διαβάστε ακόμη:

“Parasite”: αυτό ακριβώς. Τίποτ’ άλλο

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Ο Βαγγέλης Γέττος γεννήθηκε το 1986 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ποινικές επιστήμες τη Nice της Γαλλίας. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ασκούμενος δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος, νομικός σύμβουλος ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων και ευάλωτων παιδιών, κειμενογράφος στη διαφήμιση και project manager ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Παράλληλα γράφει ιστορίες για παιδιά και μεγάλους, σενάρια για comics και μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Επίσης παίζει και συνθέτει μουσική. Συμμετέχει στο μουσικό σχήμα ΕΛΕΚΡΗΤ Project παίζοντας κρητικό λαούτο και τραγουδώντας. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία από το 2015.

Related Posts

//